Frohe Weihnachten und ein gutes neues Jahr

fauchen (v)

fauchen (v)

Ομαλό ρήμα που σημαίνει γρυλίζω όπως λ.χ. κάνει μία γάτα όταν αισθάνεται ότι απειλείται από ένα σκύλο ή τον θόρυβο που κάνει ένα φίδι.

Fauchende Katze
Fauchende Katze

Παραδείγματα:

  • Meine Katzen fauchen sich an Οι γάτες γρυλίζουν η μία στην άλλη
  • ”Brianna” fauchte ich: ”hör auf” (Είπα στην) Μπριάννα: σταμάτα (δηλ. της μίλησα με ένα τρόπο που έδειχνε την ενόχλησή μου)
  • Die Schlange fauchte vor ihrem Angriff Το φίδι σφύριζε πριν επιτεθεί

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.