Krieg (der, (e)s, -e)

πόλεμος

και το ρήμα:

kriegen

πολεμάω, μάχομαι

αλλά επίσης: παίρνω, αποχτώ, και κολλάω (μία αρρώστια)

Ομαλό ρήμα:

Παραδείγματα:

  • Die Ukraine ist ein Land im Krieg Η Ουκρανία είναι μια χώρα σε πόλεμο
  • Der Erste Welt Krieg wurde von 1914 bis 1918 in Europa, etc. geführt Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έγινε από το 1914 έως το 1918 στην Ευρώπη κλπ
  • Ich kriege Hunger πεινάω (δηλ. αποκτάω, τώρα που μιλάμε γίνομαι όλο και περισσότερο πεινασμένος)
  • “Ich kriege 30 Euro” sagt die Beamtin “παίρνω (δηλ. πρέπει να μου τα δώσετε) 30 €”, είπε η υπάλληλος
  • Ich habe ein E-Mail gekriegt von meinem Arbeitgeber πήρα ένα E-Mail από τον εργοδότη μου

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.