ätzend
Adjektiv

corrosive, pungent, lousy

Examples:

  • Clara bekommt ein ätzendes Spiel   Clara gets a corrosive game 
  • Ätzende Flüssigkeiten   Corrosive liquids
zum Beispiel:
No data was found

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Καλά Χριστούγεννα και με υγεία το 2025!

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.