Το Λεξι-λόγιο στα … Αγγλικά

Το Λεξι-λόγιο στα … Αγγλικά

αδράνεια: inertia

αδρανή (υλικά): aggregate

αίθριο: atrium

άμμος: sand, fine aggregate (< 6mm)

αντίσταση: resistance

αποχέτευση: sewer

αρμός: joint

βαρέλα (μπετονιέρα): agitator truck

βόθρος (απορροφητικός): sewage pit

βόθρος (σηπτικός): septic tank

βράχος: rock

βρύση: tap

γρίλλιες (π.χ. σε σκίαστρο ή παράθυρα): louvers

δεξαμενή: (για νερό, στέρνα) cistern, (για πετρέλαιο ή άλλα υγρά) tank

διάβρωση: corrosion

διαμέρισμα: apartment, condominium, flat

διαμήκης: lognitudinal

διατομή: section

διογκωμένη (π.χ. πολυστερίνη): expanded polystyrene και για συντομία EPS

δίριχτη σκεπή: dual-pitch roof και  double-pitch

δοκάρι: beam

δομή: structure

δονητής: vibrator

εγκάρσιος: lateral

εμφανές μπετόν: beton brut (από τάβλες), architectural concrete (από μπετοφόρμ ή μεταλότυπους)

ενανθράκωση: (π.χ. του μπετόν) carbonation

εξηλασμένη (π.χ. πολυστερίνη): extruded polystyrene και για συντομία XPS

επιβραδυντής: retarder

επιταχυντής: accelerator

εργολάβος: contractor, general contractor, subcontractor

έτοιμο σκυρόδεμα: ready mix

εφελκυσμός: tension

ζώνη (οριζόντια δοκός): band beam/integral band beam

ηλεκτρομηχανολογικά (π.χ. για σχέδια ή εργασίες): MEP (=Mechanical Electrical Plumbing)

ήλος (καρφί): nail

ήλος διάτμησης: shear stud

θεμελείωση: foundation

θερμοπρόσοψη: Exterior Insulation Finishing System και για συντομία EIFS

θλίψη: compression

θόλος: dome

ικρίωμα: falsework, scaffolding

καλοριφέρ (σώμα): radiator

καλούπι: form, formwork

καμινάδα: chimney

κάμψη: bending

καπέλο (καμινάδας): chimney cap

καρφί: nail

κατοικία: residence, dwelling

κάτοψη: floor plan

κέλυφος: shell

κεραμίδι: roof tile

κιόσκι: gazebo

κλίμαξ: scale (π.χ. 1:100), stairs (π.χ. σκάλα)

κολώνα: column, post, stud

κόμβος: joint, brace

κονίαμα: grout, mortar

κουβούκλιο (ανελκυστήρα ή κλιμακοστασίου): penthouse

κουπαστή: handrail, rail

λάσπη: mud (το μουσκεμένο χώμα), grout (το κονίαμα), clay (πηλός), mortar (λάσπη π.χ. του σοβά)

μαιζονέττα: duplex apartment

μανδύες (οπλισμού): ties, lateral reinforcement

μαρμαροποδιά: sill

μονόριχτη σκεπή: single-pitch ή mono-pitch

μπετόν: concrete

μπετονιέρα (βαρέλα): agitator truck

οπλισμένο σκυρόδεμα: reinforced concrete

οπλισμός σκυροδέματος: steel reinforcement , rebar

οροφή: ceiling

όροφος: story

όψη: elavation

παράθυρο ανακλινόμενο: hopper window (μεντεσέδες κάτω), awning (μεντεσέδες πάνω)

παράθυρο επάλληλο: sliding window (οριζόντια κίνηση), hung (κατακόρυφη κίνηση)

παράθυρο περιστρεφόμενο (με άξονα περιστροφής που περνάει κατακόρυφα από τη μέση του κασώματος): pivoted

παραθύρου καϊτια: muntins

παραθύρου κάσωμα: (σταθερό μέρος) frame, (κινητό κομμάτι) sash

παραθύρου τζαμιλίκι: pane

πασαλόμπηξη: pile foundation, pier foundation

πάτημα (σκάλας): tread

πάτωμα: floor

πέδιλο: footing

περασιά: flush (για μικρές αποστάσεις), alligned (για μεγάλες αποστάσεις)

πεταχτό: base coat

πηλός: clay

πήχης (για το στρώσιμο μιας επιφάνειας μπετόν): screed (είναι και ρήμα)

pilotis: piloti

πλάκα: slab

πλακάκι: ceramic tile

πλατύσκαλο: landing

πολυκατοικία: apartment house, apartment building

πορομπετόν: autoclaved aerated concrete block

πρέκι: lintel

πρόβολος: cantilever

προεντεταμένο σκυρόδεμα: prestressed concrete

πρόκα: nail

προοπτικό: perspective

πρόσοψη: facade

πύλη: gate, portal, entrance

ραντιέ (για θεμελείωση): slab foundation, mat foundation

ρετιρέ: penthouse

ρίχτι (σκάλας): riser

ροπή: moment

σανίδα: plank, board

σέσουλα: chute

σίτα (για τα έντομα): screen

σκαλωσιές: scaffolds, scaffolding

σκαρίφημα: sketch, draft

σκελετός (μιας κατασκευής): frame

σκεπή: roof

σκοτία: scotia με προέλευση από το Ελληνικό σκοτάδι και με καμμία σχέση με την Μεγ. Βρετανία

σκύρο: stone, coarse aggregate

σοβάς: plaster και cement plaster

σοφίτα: attic (όταν έχει κεκλιμένη οροφή), μερικές φορές και penthouse (=επίσης το “ρετιρέ”)

στεγανωτικό: sealant, waterproofing, dampproofing

σύμμεικτη: composite

συμπύκνωση: consolidation για μπετόν, compaction για χώμα

σφραγιστικό (υλικό): sealant

σωλήνα, σωλήνωση: α. μικρής διαμέτρου (π.χ. ύδρευσης) pipe, pipeline, β. μεγαλύτερης διαμέτρου (π.χ. αποχέτευσης) tube, tubing, γ. μικρής διαμέτρου και εύκαμπτη (π.χ. λάστιχο για πότισμα) hose και δ. σε μερικές περιπτώσεις όταν μιλάμε για το δίκτυο των σωλήνων (π.χ. της ύδρευσης μιας οικοδομής) water lines

ταβάνι: βλ. οροφή

τακάκι (για το καλούπι ενός τοιχίου): spreader

τζάκι: fire place

jcb (το όχημα): backhoe

τομή: section

τόξο: arch

τούβλο: brick

τσάπα (το όχημα)|: excavator

τσέρκια (οπλισμού): ties, lateral reinforcement

τσιμέντο: cement

τσιμεντοκονία: cement mortar, cement grout

υαλότουβλο: glass block, πιο σπάνια glass brick

υδραυλικά: plumbing

υδροροή: gutter (οριζόντιο τμήμα), downspout (κατακόρυφο τμήμα)

υποστύλωμα (σκαλωσιές): falsework

φεγγύτης: transom

φέρων (οργανισμός): load bearing

φορούσι: cantilever beam

φορτίο: load

φορτωτής (το όχημα): loader

φορτωτής (bobcat): skid steer

φρεάτιο: pit

φρεάτιο ασανσέρ: elevator shaft, elevator pit

χαλίκι: gravel, coarse aggregate

χώμα: soil, dirt

ψευδοροφή: drop ceiling, suspended ceiling

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.