Με βάση την αναφορά του World Economic Forum, η Ελλάδα μας ολίσθησε κι άλλο στη λίστα της Διεθνούς ανταγωνιστικότητας.
Από πέρυσι χάσαμε 12 θέσεις σ’ αυτή τη λίστα. Συγκεκριμένα από την 71η στην 83η. Έτσι, η Ελλάδα βρίσκεται πλέον πίσω από χώρες όπως το Ελ Σαλβαντόρ, την ΠΓΔΜ, το Μαρόκκο, το Περού, τη Γουατεμάλα, τη Βουλγαρία, τη ΣριΛάνκα, το Βιετνάμ και τη Ναμίμπια από τις οποίες προηγούνταν στην περισυνή αναφορά. Σημειώστε ότι η αναφορά αυτή προέρχεται από άλλο οργανισμό από ότι εκείνην που σας είχαμε αναφέρει πριν από ένα σχεδόν χρόνο, γιαυτό το λόγο η κατάταξη και τα κριτήρια είναι διαφορετικά. Ωστόσο τα αποτελέσματα οδηγούν προς την ίδια κατεύθυνση και στα ίδια θλιβερά συμπεράσματα.
Πρηγούνταν ήδη από πέρισυ, χώρες όπως το Καζακστάν, η Κολοβία και το Αζερμπαϊτζάν (πάντα σύμφωνα με την ίδια αναφορά).
Φυσικά, ανάμεσα στις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα καταλαμβάνει την (το μαντέψατε) την 1η θέση από το τέλος.
Δυστυχώς η άλλη ομάδα της οικογένειας, η Κύπρος, έχασε κι αυτή 6 θέσεις (από την 34η στην 40ή)
Εγκυκλοπαιδικά αναφέρουμε ότι τις 10 πρώτες θέσεις καταλαμβάνουν οι:
Ελβετία, Σουηδία, Σιγκαπούρη, ΗΠΑ, Γερμανία, Ιαπωνία, Φινλανδία, Ολλανδία, Δανία και Καναδάς.
Οι ΗΠΑ κατρακύλησαν 2 θέσεις, ανταλλάσσοντας θέση με την Σουηδία, η Γερμανία ανέβηκε 2 θέσεις, η Δανία ολίσθησε 4 θέσεις. Η Κίνα βρίσκεται στην 27η θέση, έχοντας κερδίσει 2 θέσεις σε σχέση με πέρυσι.
Ίσως και να είναι μικρή η σημασία της μεταβολής ολίγων θέσεων και μάλιστα για τις ψηλές θέσεις της λίστας (κάτι τέτοιο μπορεί να είναι αποτέλεσμα του τρόπου υπολογισμού, των σταθμίσεων ή ακόμα και σχετικών παραδοχών που σίγουρα έχουν γίνει).
Είναι, ωστόσο, τεράστια η σημασία της ολίσθησης που έχει υποστεί η Ελλάδα τα τελευταία λίγα χρόνια. Δείτε το γράφημα και κλάψτε (όσο μεγαλύτερη η μπάρα τόσο χειρότερα). Από την 35η θέση το 2003 στην 83η το 2010 … . Δηλαδή 48 θέσεις. Προφανώς μία τέτοια χειροτέρευση δεν οφείλεται σε παράγοντες όπως οι ειδικές σταθμίσεις ή οι σχετικές παραδοχές.
Την στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές ακούω τη συζήτηση που γίνεται στη βουλή για το νομοσχέδιο που φέρνει προς ψήφιση η κυβέρνηση για την ανάπτυξη (νομίζω μάλιστα ότι πρόκειται για “πράσινη ανάπτυξη”). Θα σας πω τη γνώμη μου: Δεν υπάρχει κανένα νομοσχέδιο που είναι δυνατόν να προκαλέσει ανάπτυξη από μόνο του. Αυτό δεν μπορούσαν να το κάνουν ούτε σε κεντρικά ελεγχόμενες οικονομίες όπως εκείνη της Σοβ. Ένωσης. Δυστυχώς η ανάπτυξη (αν ποτέ ξαναγυρίσει σ’αυτό τον τόπο) θα είναι αποτέλεσμα πολλών καλών νομοσχεδίων και συγχρόνως πολλών άλλων ευνοϊκών παραγόντων, κινήσεων και ρυθμίσεων. Κι όλα αυτά θα χρειαστούν πρώτ’ απ’ όλα υπομονή. Πολύ υπομονή, γιατί στην καλύτερη περίπτωση θα πάρουν πολύ χρόνο.
Η παραγωγικότητα του νομοθετικού έργου που γίνεται στη χώρα μας, εδώ και πολλές δεκαετίες είναι το ίδιο χαμηλή με την παραγωγικότητα του δημοσίου τομέα. Παράγονται πάρα πολλοί νόμοι, που ανατρέπουν προηγούμενους και που οι ίδιοι σύντομα παύουν να εφαρμόζονται, προφανώς χωρίς να είναι επαρκώς μελετημένοι, καταναλώνωντας πολύτιμους δημόσιους πόρους, επιτρέποντας κατάχρηση από επιτήδειους και καταρρακώνοντας το περί δικαίου αίσθημα των πολιτών.
Δεν έχει γίνει αντιληπτό ότι κάθε φορά που παράγεται κάποιος καινούργιος νόμος που αλλάζει τον προηγούμενο (π.χ. νέο σύστημα εξετάσεων εισαγωγής στα πανεπιστημία), πετάμε στα σκουπίδια το κόστος που πληρώσαμε όταν δεκάδες δημόσιοι λειτουργοί και εκλεγμένοι πολιτικοί πληρώθηκαν πριν από χρόνια για να φτιάξουν το προηγούμενο σύστημα παιδείας. Κι ύστερα ξοδέψαμε για να εφαρμόσουμε εκείνο το σύστημα. Όμως τώρα, χωρίς να το σκεφτούμε και πολύ, “τραβάμε το καζανάκι” κι όλο εκείνο το κόστος φεύγει στην αποχέτευση. Αυτό γίνεται συνέχεια στην πατρίδα μας. Οι νόμοι είναι πολύπλοκοι, δεν γίνονται εύκολα κατανοητοί, δυσχεραίνεται η εφαρμογή τους και συχνά εγκαταλείπονται. Οι πολίτες καλούνται να τους καταλάβουν και να τους εφαρμόσουν πληρώνοντας το κόστος της αλλαγής από το προηγούμενο καθεστός και φυσικά συχνά αισθάνονται “χαμένοι”. Αυτό με τη σειρά του επιδρά αρνητικά και στην ποιότητα του δικαστικού έργου, καθώς άλλοι δημόσιοι λειτουργοί καλούνται να τους ερμηνεύσουν και να αποδώσουν δικαιοσύνη. Η λίστα δεν τελειώνει εδώ.
Διευκρινίζω ότι καμμία συμπάθεια δεν τρέφω στο προηγούμενο σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια, στο νέο ή σε οποιοδήποτε άλλο. Δεν τα γνωρίζω καν. Αυτό που ξέρω καλά είναι ότι από το 1980 οπότε και το σύστημα είχε μόλις αλλάξει (το ξέρω γιατί εγώ μπήκα στην ΑΣΟΕΕ με το νέο -τότε- σύστημα), έκτοτε έχει επίσης αλλάξει πάρα πολλές φορές. Όλες τις αλλαγές τις πληρώσαμε. Ήταν κι αυτό ένα κομμάτι του κόστους λειτουργίας του δημόσιου τομέα. Επιτελείς, εκπαιδευτικοί, νομοθέτες, βουλευτές ακόμα και υπάλληλοι της βουλής πληρώθηκαν για να φτιάξουν εκείνη την αλλαγή. Μάλιστα κάποιοι από αυτούς πάραπολύ ακριβά (βλέπε λ.χ. πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Νίκου Βαφειάδη “Και οι διάδρομοι έχουν προνόμια”).
Πάρτε ένα ακόμα παράδειγμα: (το δεξί μου αυτί ακούει στην τηλεόραση να λένε ότι) οι εστιάτορες αύριο θα βγάλουν τα τασάκια πάλι πάνω στα τραπέζια, αψηφώντας τον σχετικό νόμο. Προσωπικά, πιστεύω ότι το δικαίωμα του μη καπνιστή να αναπνέει καθαρό αέρα πρέπει να είναι πάνω από το δικαίωμα του καπνιστή να καπνίζει (σημειώνω ότι εγώ καπνίζω). Από την άλλη η προετοιμασία, ψήφιση και εφαρομογή του νόμου (που -όπως θα θυμάστε- δεν είναι ο πρώτος, πριν από λίγους μήνες είχε βγεί κι άλλος σχετικός) κόστισε στον Ελληνικό λαό. Αντί να προσπαθήσουμε να εφαρμόσουμε τον προηγούμενο νόμο που έλεγε το ίδιο πράγμα, πετάμε εκείνον στα σκουπίδια, βγάζουμε έναν νέο νόμο και σε λιγότερο από ένα μήνα τον στέλνουμε κι αυτόν στη “λήθη”.
Τα πράγματα είναι αρκετά δύσκολα και περίπλοκα. Κανένας δεν μπορεί από μόνος του να βρεί τη λύση. Πρέπει όμως κάθε Έλληνας να είναι καλύτερος από τον διεθνή ανταγωνισμό και τότε κι η Ελλάδα θα αρχίσει να ξανασκαρφαλώνει στις λίστες της ανταγωνιστικότητας. Θα χρειαστεί σκληρή και μακροχρόνια προσπάθεια απ’ όλους, για να ξαναβρεθούμε στην 35η θέση που κατείχαμε το 2003.