Φανταστείτε τον εαυτό σας, μέσα στο σπίτι των ονείρων σας . Είναι πρωί ενός πανέμορφου φθινοπωρινού Σαββάτου και ξυπνάτε νωχελικά χωρίς ξυπνητήρι. Άλλη μία αρκετά κουραστική εβδομάδα τέλειωσε, αλλά τώρα αρχίζει το Σαββατοκύριακο, κι έτσι έχετε μπροστά σας δύο ολόκληρες μέρες ξεκούρασης και χαλάρωσης. Σηκώνεστε με την άνεσή σας, χωρίς καμμία βιασύνη και κατευθήνεστε στην κουζίνα όπου φτιάχνετε έναν μεγάλο ελληνικό καφέ με γάλα. Στην συνέχεια, πηγαίνετε στο καθιστικό και “απλώνεστε” σε έναν από τους αναπαυτικούς καναπέδες που υπάρχουν στο χώρο.
Ας έρθουμε για μία στιγμή πίσω στο σενάριό μας για να διευκρινήσουμε μία πεζή λεπτομέρεια: όταν σηκωθήκατε από το κρεβάτι σας φορέσατε παντόφλες ή/και κάλτσες?
Οι επενδύσεις δαπέδων από ξύλο, για τους περισσότερους από εμάς, είναι η προτιμότερη επιλογή για χώρους όπως τα υπνοδωμάτια (τουλάχιστον) γιατί προσφέρουν ασύγκριτη ζεστασιά και θαλπωρή.
Στα δύο παραπάνω πλεονεκτήματα του ξύλου θα πρέπει να προσθέσουμε και την απαράμιλλη αισθητική του. Κατ’ αρχήν, τα νερά του ξύλου ή το οποιοδήποτε σχήμα του, είναι προϊόν της φύσης και όπως όλα τα σχήματα της φύσης (ποτέ κανονικά όπως τα ανθρώπινα), πάντα μας γοητεύουν για την αρμονία που τελικά διαθέτουν. Σε σχέση, όμως, με άλλα φυσικά υλικά που είναι εξίσου όμορφα για τα σχήματα που διαθέτουν (π.χ. κάποια μάρμαρα ή γρανίτες) το ξύλο είναι ένας ζωντανός οργανισμός κι αυτό είναι το δεύτερο στοιχείο που έρχεται να προσθέσει και να αυξήση (ή τουλάχιστον να διαφοροποιήσει) τη σαγήνη που ασκεί το ξύλο πάνω μας. Το ξύλο παραμένει “ζωντανό” και αφού κοπεί.
Το ξύλο αποτελείται σε μεγαλύτερο από 90% ποσοστό από υδατάνθρακες. Είναι ένα ανισότροπο υλικό που έχει διαφορετική δύναμη σε φορτίσεις (θλιπτικές και εφελκυστικές) διαμήκως των ινών του και εγκάρσια. Οι ίνες του είναι στην πραγματικότητα τα κύτταρά του. Τα κύτταρά του ξύλου ποικίλουν σε μέγεθος από το ένα είδος στο άλλο, αλλά για ένα κωνοφόρο δέντρο δεν είναι και τόσο μικρά όσο –ίσως- θα νομίζατε: έχουν μήκος περίπου 4 χιλιοστά και διάμετρο περίπου ένα χιλιοστό του μήκους τους. Ο τρόπος με τον οποίο έχουν δημιουργηθεί τα κύτταρα του ξύλου είναι αυτός που δίνει στο ξύλο τα χαρακτηριστικά του και τις σχετικά υψηλές μηχανικές αντοχές του. Για τον ίδιο λόγο, το ξύλο είναι ένα υγροσκοπικό υλικό (απορροφά ή αποβάλλει υγρασία μέχρι να φτάσει την ίδια υγρασία που έχει και το περιβάλλον του). Η σημαντική συνέπεια αυτού του χαρακτηριστικού είνα ότι και οι διαστάσεις του ξύλου, μεταβάλλονται σημαντικά ανάλογα με το ποσοστό της υγρασίας που έχει συγκεντρωμένη μέσα του το ξύλο. Μπορούμε δηλ. να πούμε ότι η υγρασία «φουσκώνει» το ξύλο, το οποίο ύστερα όταν ξεραθεί συστέλλεται. Υπάρχει κι άλλη μία ενδεχόμενη δυσμενής συνέπεια: ανάλογα με τον τρόπου της ξήρανσης μπορεί να έχουμε σκασίματα ή στρεβλώματα στο ξύλο. Η ξήρανση της ξυλείας που θα χρησιμοποιηθεί για δάπεδα (ή για οτιδήποτε άλλο) μπορεί να γίνει φυσικά (σε αποθήκες όπου τα ξύλα είναι στιβαγμένα με κενά ανάμεσά τους ώστε να αερίζονται όλα) οπότε και απαιτείται αρκετό χρονικό διάστημα ή τεχνητά (σε φούρνους), οπότε και επιτυγχάνεται σε λίγες ώρες. Ο πρώτος τρόπος είναι προτιμότερος γιατί τα ξύλα που θα προκύψουν δεν θα έχουν σκασίματα ή σκευρώματα. Τα σκευρώματα που μπορεί να έχουν τα ξύλα που είναι δεμένα σφιχτά με τσέρκι, δεν γίνονται ανιτληπτά παραμόνο όταν λύσεις το τσέρκι. Έτσι είναι δυνατό ένα δέμα που είναι ολόϊσιο και ορθογώνιο, να δώσει (μόλις λυθεί) επτά στα δέκα σκευρά ξύλα. Το σκεύρωμα εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις διαστάσεις του κομματιού του ξύλου. Έτσι ξύλα με μεγάλο μήκος (πάνω από 80 εκατοστά) θα σκευρώσουν σημαντικά σε περίπτωση απότομης ξήρανσης σε φούρνους, ενώ δεν θα συμβεί το ίδιο για μικρά σανιδάκια μήκους έως 60 εκατοστών. Για αυτό το λόγο εάν το ξύλο για το οποίο μιλάμε είναι μικρά κομματάκια παρκέ μήκους έως 60 – 80 εκατοστών, ξηραίνονται σε φούρνους χωρίς δυσμενείς συνέπειες.
Αν έχει τόση σημασία τα ξύλα να είναι στεγνά, καταλαβαίνετε ότι εξίσου έχει μεγάλη σημασία να είναι και ο χώρος όπου θα τοποθετηθούν, απαλλαγμένος από υγρασίες.
‘Εχοντας πει όλα τα παραπάνω, είναι προφανές το γιατί ο περισσότερος κόσμος θα τοποθετήσει ξύλινα δάπεδα στις κρεβατοκάμαρες και ίσως στο σαλόνι. Τελευταία, ωστόσο, βλέπουμε όλο και περισσότερες κατασκευές όπου οι πιό ένθερμοι υποστηρικτές του ξύλου, τολμούν να τοποθετήσουν ξύλο και στην κουζίνα και ακόμα και στις τουαλέττες. Θα συνιστούσα ανεπιφύλακτα να επιλέξετε ξύλο για την κουζίνα σας. Θα το απολαύσετε πρώτοι εσείς. Για τις τουαλέττες, όμως, θα έλεγα ότι αν το θέλετε οπωσδήποτε, θα πρέπει να κάνετε μία πολύ προσεκτική επιλογή του είδους του ξύλου που θα βάλετε.
Τα είδη του ξύλου που υπάρχουν για επενδύσεις δαπέδων χωρίζονται ανάλογα με τη πυκνότητά τους σε μαλακά και σκληρά ξύλα. Τα μαλακά ξύλα (πεύκο, έλατο) έχουν μικρότερο βάρος και πυκνότητα και είναι οικονομικότερα. Πολλοί θα σας πουν ότι είναι κατάλληλα για πατώματα μόνο εξοχικών κατοικιών ή δευτερευόντων χώρων. Ελάχιστοι θα τα χρησιμοποιήσουν για τους χώρους μίας κύριας κατοικίας. Μπορείτε να τα βρείτε εύκολα σε διαστάσεις μεγάλων σανίδων (μήκος έως και 4 μέτρα και φάρδος έως και 19 εκατοστά) και έχουν σημαντικές ανοχές. Ωστόσο, δύσκολα θα πετύχετε ένα τέλειο φινίρισμα με αυτά τα ξύλα. Τα σκληρά ξύλα, που γενικά θεωρούνται καταλληλότερα για δάπεδα (δρυς, οξιά, καστανιά, ντουσιέ, ιρόκο) σπάνια διατίθενται σε μήκη μεγαλύτερα του 1,20 μέτρα, και με πλάτη έως 12 εκατοστά. Είναι σαφώς ανθεκτικότερα σε χτυπήματα (από τα μαλακά ξυλα) και το φινίρισμά τους μπορεί να γίνει τέλειο.
Σε ότι αφορά την προέλευσή τους, τα ξύλινα δάπεδα είναι από όλα τα μέρη του κόσμου εκτός από τη χώρα μας, όπου νομίζω ότι είναι ξεκάθαρο σε όλους ότι δεν είμαστε σε θέση να υλοτομούμε πια δάση. Τα καλύτερα και ακριβότερα ξύλα είναι συνήθως από τροπικά δάση, που δυστυχώς υλοτομούνται αλόγιστα, με σοβαρές οικολογικές επιπτώσεις. Ελάχιστα είναι τα είδη ξύλων που προέρχονται απο προγραμματισμένες υλοτομήσεις και επανακαλλιέργιες ώστε να μην προκαλούν ζημιά στο πειβάλλον (για παράδειγμα Σουηδική ή γενικότερα σκανδιναυική ξυλεία).
Ανάλογα με τον τρόπο που κατασκευάζονται τα ξύλα για πατώματα έχουμε τις παρακάτω κατηγορίες:
1. μασσίφ δάπεδο: Το είδος αυτό έχει συνήθως πάχος από 16 έως και 32 χιλιοστά και όπως λέει το όνομά του αποτελείται από το ίδιο υλικό. Το πλεονέκτημα του μασσίφ ξύλου είναι οτι μπορεί να τριφτεί και να βερνικωθεί αρκετές φορές αφού το πάχος του είναι αρκετά μεγάλο για να επιτρέψει κάτι τέτοιο.
2. Αντικολλητό προβερνικομένο δάπεδο: σ’αυτή την περιπτωση διάφορες στρώσεις από διαφορετικά υλικά (συνήθως ξύλα ή παράγωγα του ξύλου) σε λεπτότερες των 5 χιλιοστών στρώσεις κολλούνται μεταξύ τους δημιουργόντας το αναγκαίο υπόστρωμα, όπου πάνω του κολλιέται η λεπτή φλύδα (μέχρι 4 χιλιοστά) του ξύλου που θα φαίνεται στο τελικό μας πάτωμα. Δηλ. για παράδειγμα, μπορεί να έχουμε δύο στρώσεις από σουηδικό ξύλο κολλημένες μεταξύ τους, ώστε να αποτελούν το υπόστρωμα και πάνω σ’αυτό κολλημένη μία φλύδα 3,5 χιλιοστών από ντουσιέ τριμένο και βερνικομένο στην τελική του μορφή. Συνολικά οι το δάπεδο αυτό έχει πάχος 14 χιλιοστά. Αλλά το ακριβό και δυσεύρετο ξύλο που τελικά εμείς θα βλέπουμε και (όταν περπατάμε χωρίς κάλτσες) θα ακουμπάμε θα έχει πάχος μόνο 3,5 χιλιοστά. Έτσι το πρώτο μεγάλο πλεονέκτημά του είναι ότι είναι μία σχετικά οικολογική επιλογή. Για την ίδια επιφάνεια ξύλινου δαπέδου έχουμε καταστρέψει λιγότερο δάσος του Αμαζονίου. Το δεύτερο μεγάλο πλεονέκτημα είναι ότι για τα ίδια τετραγωνικά δαπέδου από ακριβή τροπική ξυλεία, θα πληρώσετε λιγότερο για μία στρώση λίγων χιλιοστών κολλημένη πάνω σε δύο ή τρεις στρώσης φτηνού σύνθετου σουηδικού, παρά αν ήταν ολόκληρη η σανίδα απ’ αυτό το υλικό. Το τρίτο πλεονέκτημα είναι ότι το προβερνικομένο δάπεδο στοιχίζει λιγότερο στην τοποθέτηση αφού ο μάστορας δεν έχει να τρίψει και να βερνικώσει τίποτα. Επίσης θα γλυτώσετε και τα υλικά (βερνίκια, κλπ). Το μειονέκτημα αυτού του τύπου είναι ότι καθώς έχετε μόνο λίγα χιλιοστά πατώματος, μάλλον δεν μπορείτε να το τρίψετε και να το ανανεώσετε ή τουλάχιστον δεν μπορείτε να το τρίψετε περισσότερες από μία ή δύο φορές.
3. Λαμινέϊτ (Laminated): τα βάζουμε στην κατηγορία των ξύλινων δαπέδων καθώς έτσι δείχνουν στην όψη. Στην πραγματικότητα τα περισσότερα αυτού του είδους τα δάπεδα δεν έχουν καν ξύλο στην επιφάνεια που θα ακουμπάει το πόδι σας (έχουν ωστόσο προϊόντα ξύλου στο υπόστρωμά τους). Συνήθως η επιφάνεια που θα ακουμπάτε εσείς δεν είναι παρά μία λεπτή φλοίδα πλαστικού. Μπορείτε να είστε σίγουρος ότι πρόκειται για πλαστικό καθώς όλα τα κομμάτια έχουν ακριβώς την ίδια εικόνα πάνω τους. Το προφανές πλεονέκτημα είναι η τιμή τους. Φυσικά δεν υπάρχει καμμία δυνατότητα τριψίματος και συχνά είναι αρκετά ανθεκτικά κι έτσι δεν προκύπτει συχνά και η ανάγκη για κάτι τέτοιο. Επιπλέον η τοποθέτησή τους είναι μία πολύ εύκολη υπόθεση (απλώς τα στρώνετε συνδέοντας το ένα με το άλλο και τα “πιάνετε” περιμετρικά με το σοβατεπί – ούτε κόλλα ούτε καρφιά). Ένα ακόμα πλεονέκτημα είναι ότι δεν απαιτούν διαθέσιμο ύψος στον χώρο σας. Μαζί με το (κατά τη γνώμη μας αναγκαίο) υπόστρωμά τους δύσκολα θα ξεπεράσουν το 1 εκατοστό του μέτρου σε πάχος.
Τα ξύλινα δάπεδα μπορούν να τοποθετηθούν με τους εξής διαφορετικούς τρόπους:
α. καρφωτά. Σ’αυτή την περίπτωση ξεκινάμε από το υπάρχον υπόστρωμα (συνήθως μπετό), όπου πάνω του καρφώνονται με ειδικές βίδες, ενισχυμένες με πλαστική ούπα (ώστε να σφηνώνονται στέρεα στο υπόστρωμα από μπετό) τα καδρόνια. Ανάμεσα στα καδρόνια και το μπετό τοποθετούνται σφήνες, ώστε η πάνω επιφάνεια των καδρονιών να έρθει στο ίδιο ακριβώς οριζόντιο επίπεδο. Πάνω στα καδρόνια καρφώνεται το ξύλινο δάπεδο πάντα στην πλευρά του ραμποτέ ώστε η πρόκα να σκεπαστεί από το επόμενο ξύλο και να μην φαίνεται. Σχεδόν ποτέ δεν μας αρκεί το κάρφωμα κι έτσι συνήθως ανάμεσα στο δάπεδο και το καδρόνι βάζουμε και κόλλα. Για ακόμα ποιοτικότερη δουλειά μπορούμε να βάλουμε ένα κόντρα πλακέ (που δεν χρειάζεται να είναι ακριβό)ανάμεσα στο δάπεδο και το καδρόνι. Για να αποφύγουμε φαινόμενα «ηχείου» που μπορεί να έχουμε όταν ο χώρος ανάμεσα στο μπετό και το δάπεδο, μπορούμε να γεμίσουμε το χώρο με νυφάδες από πολυστερίνη (ή άλλο ηχομονωτικό υλικό). Αυτό θα ενίσχυε και την ηχομόνωση από τον ένα όροφο στον άλλο.
β. πλευστά. Για την τοποθέτηση μ’ αυτό τον τρόπο πρέπει κατ’αρχήν να φινίρουμε το αρχικό υπόστρωμα από μπετό με μία γέμιση από τσιμεντοκονία ή αυτοεπιπεδούμενο σκυρόδεμα, ώστε να πάρουμε μία οριζόντια και απολύτως επίπεδη επιφάνεια όπου πάνω της θα τοποθετηθεί το δάπεδο. Το ξύλινο δάπεδο δεν κολλιέται ούτε καρφώνεται. Συχνά τα κομματάκια του δαπέδου έχουν αρσενικο – θυληκό τύπου «κλικ» ώστε να δένονται επαρκώς μεταξύ τους και να αποτελούν ένα σώμα. Το ένα αυτό σώμα λόγω βάρους δεν μετακινείται εύκολα, έτσι κι αλλιώς. Όμως επιπλέον συγκρατείται περιμετρικά από το σοβατεπί που θα στερεωθεί πάνω στους τοίχους που περιβάλλουν τον χώρο, είτε με κόλλα είτε με ψιλά προκάκια ή και με τα δύο. Σχεδόν ποτέ δεν τοποθετούμε το ξύλινο δάπεδο απευθείας πάνω στην τσιμεντοκονία, βάζοντας πάντοτε ένα υπόστρωμα απο μαλακό αφρολέξ ή άλλο υλικό πάχους 5 έως 10 χιλιοστών. Έτσι θα πρέπει η τσιμεντοκονία (ή το αυτοεπιπεδούμενο μπετό) να πέσει μέχρι το ύψος εκείνο που ακολούθως θα επιτρέπει την τοποθέτηση του υποστρώματος και μετά του δαπέδου. Ένα σημαντικό σημείο που δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε είναι το θέμα της υγρασίας του χώρου. Έτσι θα πρέπει να αφήσουμε το χώρο να ξηρανθεί για δύο τουλάχιστον εβδομάδες μετά την τσιμεντοκονία πριν στρώσουμε τα δάπεδα.
γ. κολλητό δάπεδο. Μ’αυτόν τον τρόπο κάνουμε ότι και με το πλευστό δάπεδο, αλλά ανάμεσα στην τσιμεντοκονία και το δάπεδο τοποθετούμε κόλλα ώστα να μην υπάρχει περίπτωση να μετακινηθεί το δάπεδο από τη θέση του.
Το κόστος του ξύλινου δαπέδου αποτελείται απο το κομμάτι των υλικών και το κομμάτι των εργατικών. Τα προγυλισμένα και προβερνικωμένα δάπεδα είναι ακριβότερα σαν υλικό αλλά πολύ οικονομικότερα σαν τοποθέτηση. Τα μασσίφ σε σχέση με το αντικολλητά είναι ακριβότερα αλλά μπορούν να αντέξουν αρκετές ανακαινίσεις στο μέλλον. Τα πλευστά δάπεδα στοιχίζουν πολύ λιγότερο στην τοποθέτηση και μάλλιστα αν είναι προφινιρισμένα, αλλά θα πρέπει να έχετε προετοιμάσει ένα πολύ καλλό υπόστρωμα κι αυτό δεν έρχεται χωρίς κόστος.
Βρείτε προμηθευτές και τεχνίτες για τοποθέτηση δαπέδων στο Που θα βρω.