ονειρεύομαι, φαντάζομαι
Είναι ρήμα ομαλό και ανάλογα με την πρόθεση που το ακολουθεί, σημαίνει και κάτι διαφορετικό.
rêver de
ονειρεύομαι, δηλ. βλέπω στον ύπνο μου: voir en rêve dans son sommeil
Παραδείγματα:
- Souvent, il rêve de sa maison d’enfance. Συχνά ονειρεύεται το σπίτι των παιδικών του χρόνων.
- Quelquefois, je rêve de marcher dans une rue déserte avec des maisons abandonnées. Συχνά ονειρεύομαι να περπατώ σ’έναν έρημο δρόμο μ’εγκαταλελειμμένα σπίτια.
- Hier soir j’ai rêvé de toi. Tu étais dans une grosse Ferrari rouge. Χθες, σε ονειρεύτηκα. Ήσουν σε μια μεγάλη κόκκινη Φερράρι.
rêver à
ονειρεύομαι αλλά με τα μάτια ανοιχτά, δηλ. φαντάζομαι, σκέφτομαι
Παραδείγματα:
- Je rêve à mes projets d’avenir. Σκέφτομαι τα σχέδιά μου για το μέλλον.
- Elle restait pendant des heures devant sa fenêtre, rêvant au prince Charmant qui viendrait sur son cheval blanc l’emmener très loin avec lui. Καθόταν ώρες μπροστά στο παράθυρό της και σκεφτόταν/φανταζόταν το πρίγκηπα του παραμυθιού που θα ερχόταν με το άσπρο του άλογο να την πάρει μαζί του, μακριά .
Συχνά σημαίνει και επιθυμώ: souhaiter, désirer. Σ’αυτή την περίπτωση θα το συναντήσουμε και με τις δύο προθέσεις (à, de).
Παραδείγματα:
- Les gens rêvent d’un monde sans pollution. Ο κόσμος επιθυμεί ένα κόσμο χωρίς ρύπανση.
- L’humanité rêvait toujours à un monde sans guerre et inégalités sociales. Η ανθρωπότητα επιθυμούσε πάντα ένα κόσμο χωρίς πόλεμο και κοινωνικές ανισότητες.