Είναι “σύνθετα”, αφού αποτελούνται από δύο κομμάτια:
Το avoir είναι η “σταθερά”, το ουσιαστικό η “μεταβλητή”, η οποία αλλάζει το νόημα. Ένας οικονομικός τρόπος για να φτιάξουμε περισσότερες λέξεις.
Δείτε πώς:
- avoir faim (de) πεινάω / la faim πείνα
J’ai un faim de loup. Πεινάω σαν λύκος.
- avoir soif (de) διψάω για, να / la soif δίψα
Vous avez soif d’apprendre le français. Διψάτε να μάθετε γαλλικά.
Les politiciens ont soif de luxe et de richesse. Οι πολιτικοί διψούν για χλιδή και πλούτο.
- avoir chaud ζεσταίνομαι / le chaud ζεστό
Quand j’ai chaud, je vais à la mer. Όταν ζεσταίνομαι, πηγαίνω στη θάλασσα.
- avoir froid κρυώνω / le froid κρύο
“As- tu froid? Μets, alors, un gros pull“. “Κρυώνεις; Βάλε, λοιπόν, ένα χοντρό πουλόβερ”.
- avoir peur (de) φοβάμαι / la peur φόβος
Elle a peur des chiens. Φοβάται τα σκυλιά.
- avoir envie de έχω επιθυμία για / l’envie επιθυμία, όρεξη
J’ai envie de chocolat. Έχω επιθυμία για σοκολάτα.
- avoir besoin de έχω ανάγκη από / le besoin ανάγκη
Nous avons besoin de nouveaux chaussures. Έχουμε ανάγκη από καινούρια παπούτσια.
- avoir sommeil νυστάζω / le sommeil ύπνος
Quand je me couche tard, j’ai toujours sommeil. Όταν κοιμάμαι αργά, πάντα νυστάζω.
- avoir hâte de βιάζομαι / la hâte βιασύνη
Il a hâte de prendre l’ avion. Βιάζεται να πάρει το αεροπλάνο.
- avoir lieu λαμβάνει χώρα, γίνεται (απρόσωπο ρήμα) le lieu τόπος
Le mariage de mon ami va avoir lieu demain. Ο γάμος του φίλου μου θα γίνει αύριο.
- avoir honte (de) ντρέπομαι / la honte ντροπή
Elle a honte des garçons. Ντρέπεται τα αγόρια.
- avoir mal à πονάω σε / le mal πόνος, κακό
J’ai mal à la gorge. Πονάει ο λαιμός μου.
- avoir l’impression έχω την εντύπωση / l’impression εντύπωση
J’ai l’impression que tu es fatigué. Έχω την εντύπωση ότι είσαι κουρασμένος.
- avoir l’air de μοιάζω, δείχνω / l’air αέρας
Tu as l’air malade aujourd’hui. Δείχνεις άρρωστος, σήμερα.
Για να τα κλίνουμε, δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε το ρήμα avoir, το ουσιαστικό απλώς μπαίνει δίπλα.
Δείτε περισσότερα εδώ.
Όταν παίρνουν την πρόθεση de, μετά μπορεί ν’ακολουθήσει ή ένα ουσιαστικό ή ένα ρήμα στο απαρέμφατο.
Για παράδειγμα:
- J’ai peur des chiens. Φοβάμαι τα σκυλιά.
- J’ai peur de sortir la nuit. Φοβάμαι να βγω (έξω) τη νύχτα.