συζητώ, εξετάζω, κριτικάρω …
1. Μόνο του, χωρίς αντικείμενο έχει την έννοια του συζητώ, φλυαρώ
Για παράδειγμα:
- Ils discutent tout le temps. Συζητούν συνέχεια.
- Elles ne travaillent pas, elles passent leur temps à discuter (bavarder). Δεν δουλεύουν, περνούν τον καιρό τους φλυαρώντας.
- Qu’est-ce que vous discutez? Τι συζητάτε
- Discutez sans vous disputer. Συζητάτε χωρίς να τσακώνεστε.
2. Με αντικείμενο και χωρίς πρόθεση σημαίνει εξετάζω, αξιολογώντας τα υπέρ και τα κατά.
Για παράδειγμα:
- Avant de signer il faut bien discuter les conditions du contrat. Πριν υπογράψουμε πρέπει να εξετάσουμε καλά τους όρους του συμβολαίου.
- Le Parlement discute et vote les lois. Το κοινοβούλιο εξετάζει και ψηφίζει τους νόμους.
3. Με τις προθέσεις de και sur έχει την έννοια του συζητώ, κάνω διάλογο πάνω σε / για ένα θέμα ανταλλάσσοντας επιχειρήματα και απόψεις :
- Ils on passé toute la journée à discuter sur les détails du mariage. Πέρασαν όλη τη μέρα να συζητούν τις λεπτομέρειες του γάμου.
- Elle ne discutait jamais de politique lors de réunions familiales. Δεν συζητούσε ποτέ πολιτικά στις οικογενειακές συγκεντρώσεις.
4. Mε την πρόθεση avec σημαίνει συζητώ με κάποιον
Για παράδειγμα:
- Je discute mes problèmes avec mes parents. Συζητώ τα προβλήματά μου με τους γονείς μου.
- Je discute le projet avec le nouveau directeur. Συζητώ το σχέδιο με τον καινούριο διευθυντή.
5. Τέλος, θα το συναντήσουμε και με την έννοια του αμφισβητώ:
Για παράδειγμα:
- On ne devrait pas discuter les décisions du président. Δεν θα έπρεπε ν’αμφισβητούμε τις αποφάσεις του προέδρου.
- Plusieurs fois les enfants discutent les ordres de leurs parents. Πολλές φορές τα παιδιά αμφισβητούν τις εντολές των γονιών τους.