essuyer

verbe
Trans.
Pablo Picasso, 1921, Γυμνή, καθιστή, σκουπίζοντας το πόδιNu assis s’essuyant le piedNaked, sitting, wiping the foot – Nackt, sitzend, den Fuß abwischend
Exemples:
Ils doivent essuyer la table
Il essaie d'essuyer ses larmes
Elle aime essuyer la vaisselle
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.