αποτελούμαι, συνίσταμαι
Ανήκει στην πρώτη συζυγία και θα το χρησιμοποιήσουμε με τις προθέσεις à και en.
consister à + infinitif: συνίσταμαι
Παραδείγματα:
- Son travail consiste à examiner les malades. Η δουλειά του συνίσταται στο να εξετάζει ασθενείς.
- Ma mission consiste à accueillir les touristes et à les conduire dans leurs chambres. Η αποστολή μου συνίσταται στο να υποδέχομαι τους τουρίστες και να τους οδηγώ στα δωμάτιά τους.
consister en + nom: αποτελούμαι
Παραδείγματα:
- Le travail consiste en beaucoup de tâches. Η εργασία αποτελείται από πολλά καθήκοντα.
- Les allocations familiales consistent en un complément de revenu non fiscalisé. Τα οικογενειακά επιδόματα αποτελούνται από ένα συμπληρωματικό, αφορολόγητο εισόδημα.