craindre

verbe
3e groupe
flag-tiny-USA
English
Flag2-tiny-German
Deutsch

φοβάμαι

1. craindre + nom (ουσιαστικό)

  • Je crains les animaux sauvages
  • Elle craint la mort.
  • Les voleurs craignent la police.

2. craindre de + infinitif

  • Je crains de voyager en avion.
  • Elle craint de mourir.
  • Les voleurs craignent d’être attrapés par la police.

3. craindre que + subjonctif (expression de sentiment)

  • Je crains que l’avion tombe.
  • Elle craint que ses parents meurent.
  • Les voleurs craignent que la police les arrête.

4. se faire craindre de προκαλώ φόβο

Je me suis fait craindre des dents énormes du chien.

5. être à craindre

Expressions / Proverbes

Chat échaudé craint l’eau froide.

Ne craindre ni Dieu, ni diable. Δεν φοβάται/σέβεται τίποτα.

Exemples:
Les enfants ont tendance à craindre le noir
Il commence à craindre pour sa sécurité
Elle ne veut pas craindre l'avenir

Ξέρετε τι πραγματικά απάντησε ο Μεταξάς στον Ιταλό πρέσβη?

Έχει μείνει στην ιστορία ότι όταν ο Ιταλός πρεσβευτής στις 3 η ώρα το πρωί παρέδωσε το τελεσίγραφο του Μουσιλίνι στον Ιωάννη Μεταξά, αυτός απάντησε μονολεκτικά: “Όχι”.

Αυτό δεν είναι ιστορικά ακριβές.

Θέλετε να μάθετε τι ακριβώς απάντησε ο Έλληνας πρωθυπουργός?

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.