monter

verbe
Trans. + Intrans.

ανεβαίνω, ανεβάζω 

Παραδείγματα:

  • Je monte les escaliers.  Ανεβαίνω τις σκάλες. 
  • Elle est montée au deuxième étage à pied. Ανέβηκε στο δεύτερο όροφο με τα πόδια. 
  • Nous avons monté les valises au deuxième étage. Ανεβάσαμε τις βαλίτσες στο δεύτερο όροφο.

Το ρήμα monter όταν είναι αμετάβατο (δηλ. όταν δεν παίρνει αντικείμενο) κλίνεται στον Αόριστο Passé Composé με το βοηθητικό ρήμα être:

  • Je suis monté au deuxième étage. Εγώ ανέβηκα στο δεύτερο όροφο.

Αντίθετα όταν είναι μεταβατικό (δηλ. παίρνει αντικείμενο)  κλίνεται στον Αόριστο Passé Composé με το βοηθητικό ρήμα avoir:

  •  J’ ai monté les valises au deuxième étage. Εγώ ανέβασα τις βαλίτσες στο δεύτερο όροφο.

(Τι ανέβασα; Τις βαλίτσες: αντικείμενο του ρήματος ανέβασα)

Exemples:
Ils vont monter au sommet de la tour
Il a peur de monter sur scène
Elle aide à monter les escaliers
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.