peindre

verbe
Trans.
flag-tiny-USA
English
Flag2-tiny-German
Deutsch

ζωγραφίζω, βάφω

Παραδείγματα:

  • Je peins une image sur le mur de ma chambre. Ζωγραφίζω μια εικόνα στον τοίχο του δωματίου μου.
  • Elle peint un tableau. Ζωγραφίζει έναν πίνακα.
  • Ils vont peindre l’ itérieur de leur maison seuls, pour faire de l’ économie. Θα βάψουν το εσωτερικό του σπιτιού τους μόνοι τους, για να κάνουν οικονομία.
Exemples:
Ils vont peindre la maison en bleu
Il aime peindre des portraits
Elle adore peindre des paysages
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.