pieux, pieuse
Το πρώτο αρσενικό, το δεύτερο θυληκό.
Παραδείγματα:
- un homme pieux ένας ευσεβής άνδρας / des hommes pieux
- une femme pieuse μια ευσεβής γυναίκα / des femmes pieuses
- Il était un homme pieux, un vrai chrétien. Sa vie était tranquille, ordonnée et dévouée à Dieu. Ήταν ένας άνθρωπος θρήσκος, ένας αληθινός χριστιανός. Η ζωή του ήταν ήσυχη, τακτοποιημένη και αφοσιωμένη στο Θεό.
Συνώνυμό του είναι το επίθετο:
croyant, croyante πιστός
“Pieux” έχει και την σημασία αυτού που νοιώθει αισθήματα σεβασμού και αγάπης για την πατρίδα, τους γονείς, τους νεκρούς:
être pieux envers la patrie, les parents, les morts
Στην ίδια οικογένεια θα συναντήσουμε και τη λέξη:
piété (la) πίστη
avoir de la piété έχω πίστη
- Le chemin du catéchiste tend à la justice, à la piété, à la foi, à la charité et à la douceur. Ο δρόμος του κατηχητή έχει στόχο την δικαιοσύνη, την ευσέβεια, την πίστη, την φιλανθρωπία και την καλοσύνη.