παίρνω
Conjugaison – Présent | |
je | prends |
tu | prends |
il, elle, on | prend |
nous | prenons |
vous | prenez |
ils, elles | prennent |
Passé Composé: j’ai pris |
Ακόμα:
1. prendre + moyen de transport
Μ’ένα μεταφορικό μέσο.
Για παράδειγμα:
- Nous prenons le TGV. Παίρνουμε το TGV (την ταχεία, το γρήγορο τρένο)
- Pour aller au bureau, je prends le bus ou le métro. Για να πάω στο γραφείο παίρνω το λεωφορείο ή το μετρό.
- Pour aller plus vite, prenez un taxi. Για να πάτε πιο γρήγορα πάρτε ένα ταξί.
- Elle ne prend jamais l’avion. Elle a peur. Δεν παίρνει ποτέ το αεροπλάνο. Φοβάται.
Για περισσότερα “μεταφορικά μέσα” ακολουθείστε το σύνδεσμο.
2. pour donner des informations (dans la rue, dans une administration …)
Για να δώσουμε πληροφορίες (στο δρόμο, σε μια υπηρεσία …).
Για παράδειγμα:
- Vous prenez la première rue à gauche. Παίρνετε τον πρώτο δρόμο αριστερά.
- Pour aller au bureau n° 23 vous prenez l’escalier et vous montez au deuxième étage. Για να πάτε στο γραφείο 23 παίρνετε τη σκάλα και ανεβαίνετε στο δεύτερο όροφο.
- Prenez le couloir devant vous, continuez tout droit et vous allez voir le bureau n° 24. Πάρτε το διάδρομο μπροστά σας, συνεχίστε όλο ευθεία και θα δείτε το γραφείο 24.
Για περισσότερες “πληροφορίες” ακολουθείστε το σύνδεσμο.
3. avec les repas
Με τα γεύματα.
Για παράδειγμα:
- Les Français prennent trois repas par jour. Οι Γάλλοι παίρνουν 3 γεύματα τη μέρα.
- Comme petit déjeuner, je prends un café et des tartines. Ως πρωïνό παίρνω ένα καφέ και φέτες ψωμιού με βούτυρο και μαρμελάδα.
- Qu’est-ce que tu prends comme dîner? Τι παίρνεις/τρως ως δείπνο;
Για περισσότερα “γεύματα” ακολουθείστε το σύνδεσμο.
4. Idiomes
Τέλος, θα το συναντήσετε και με ιδιωματική χρήση.
- Je prends rendez-vous chez le médecin. Κλείνω ραντεβού στο γιατρό.
- Elle prend un bain, une douche. Κάνει μπάνιο, ντους.
- Je prends des photos. Βγάζω φωτογραφίες.
- Je prends des vacances. Κάνω διακοπές.
- Je prends des cours (de français, de maths …) Παίρνω μαθήματα γαλλικών, μαθηματικών … (δηλ. μου κάνουν μάθημα)
- Vous prenez des notes pendant le cours. Κρατάτε σημειώσεις κατά τη διάρκεια του μαθήματος.
- Nous prenons des cours de français. Παίρνουμε/κάνουμε μαθήματα γαλλικών.
- Prendre à la légère παίρνω ελαφριά, δεν δίνω σημασία: C’est une question à ne pas prendre à la légère. Είναι ένα θέμα που δεν πρέπει να παίρνει κανείς ελαφριά.
- Ça prend du temps. Αυτό παίρνει χρόνο.