μένω, παραμένω σε
Ανήκει στην κατηγορία των ρημάτων που κλίνονται με βοηθητικό το être.
Παραδείγματα:
- Je suis restée à la maison. Έμεινα στο σπίτι.
- Quand on est malade, on reste au lit. Όταν είμαστε άρρωστοι, μένουμε στο κρεβάτι.
- Le professeur a dit à l’ élève de rester debout, sans parler. Ο δάσκαλος είπε στο μαθητή να μείνει όρθιος, χωρίς να μιλάει.
- Restez calmes, s’ il vous plaît. Μείνετε ψύχραιμοι, παρακαλώ.
- Mairylin Monroe restera inoubliable! Η Mairylin Monroe θα παραμείνει αξέχαστη.
Στην καθημερινή γλώσσα σημαίνει και κατοικώ.
- Il reste dans la même ville que nous. Μένει στην ίδια πόλη μ’ εμάς.