πέφτω
Ανήκει στην κατηγορία των ρημάτων που κλίνονται με βοηθητικό το être.
Παραδείγματα:
- Je suis tombé du vélo et je me suis cassé la jambe. Εγώ έπεσα από το ποδήλατο και έσπασα το πόδι μου.
- Elle est tombée par terre. Έπεσε κάτω (καταγής)
Θα το συναντήσουμε ακόμη σε αρκετές καθημερινές εκφράσεις όπως:
- tomber amoureux de ερωτεύομαι
- Ma sœur est tombée amoureuse de son meilleur ami. Η αδελφή μου ερωτεύτηκε τον καλύτερό της φίλο.
- tomber malade αρρωσταίνω
- Il est sorti dans le froid sans porter son manteau et il est tombé malade. Βγήκε στο κρύο χωρίς να φορέσει το παλτό του και αρρώστησε.
- tomber du pouvoir χάνω την εξουσία:
- Le peuple s’ est revolté et le gouvernement est tombé (du pouvoir). Ο λαός ξεσηκώθηκε και η κυβέρνηση έπεσε.
- Le temps va s’ améliorer, le vent va tomber. Ο καιρός θα βελτιωθεί, ο άνεμος θα “πέσει”.
- Ses cheveux lui tombent sur les épaules. Τα μαλλιά της πέφτουν στους ώμους.
- Cette anneé Pâques tombe le 20 avril. Φέτος το Πάσχα “πέφτει” 20 Απριλίου.
- tomber dans l’ oubli πέφτω στη λησμονιά, ξεχνιέμαι
- Après quelque temps tout est tombé dans l’ oubli. Μετά από λίγο καιρό όλα ξεχάστηκαν.
- laisser tomber άστο, ξέχασέ το
- Ce n’ est pas important, laisse tomber. Δεν είναι σημαντικό, ξέχασέ το.
- ça tombe bien είναι βολικό
- – Aujourd’ hui, j’ai apporté ma guitare, avec moi! – Σήμερα, έφερα, μαζί μου, την κιθάρα μου!
– Ça tombe bien! Je pensais organiser une petite fête, entre amis, ce soir. – Είναι καλό, βολικό! Σκεφτόμουν να οργανώσω μια μικρή γιορτή, μεταξύ φίλων, απόψε.