Je travaille comme programmeur de logiciel.
J’ai un travail fatigant mais intéressant.
Elle est employée dans une banque.
Elles sont professeures.
Tu travailles dans un cabinet médical.
Quelle est ta profession? / Quel est ton métier? Ποιο είναι το επάγγελμά σου;
- un métier επάγγελμα – mon métier το επάγγελμά μου
- une profession επάγγελμα – ma profession το επάγγελμά μου
- un travail δουλειά
- un poste de travail θέση εργασίας
- un emploi απασχόληση
- un boulot δουλειά/εργασία (στον καθημερινό λόγο)
- un job δουλειά
- avoir un travail
- fatigant κουραστική
- intéressant ενδιαφέρουσα
- facile εύκολη
- difficile δύσκολη
- exigeant απαιτητική
- occuper un poste κατέχω μια θέση
- d‘attaché commercial εμπορικoύ ακόλουθου
- de directeur διευθυντή
- de responsable υπεύθυνου
- important σημαντική
- être είμαι
- Je suis architecte. Είμαι αρχιτέκτονας.
- Mon métier est architecte. Το επάγγελμά μου είναι αρχιτέκτονας.
- Ma profession est architecte.
- travailler comme εργάζομαι (ως)
- Je travaille comme programmeur de logiciel. Εργάζομαι ως προγραμματιστής λογισμικού.
- travailler en libéral εργάζομαι ως ιδιώτης/ανεξάρτητος
- travailler dans εργάζομαι (σε)
- une entreprise εταιρεία
- un bureau γραφείο
- un hôpital νοσοκομείο
- un cabinet (médical ιατρείο, d’architecture αρχιτεκτονικό γραφείο, de notaire συμβολαιογραφείο)
- une école σχολείο
- une université πανεπιστήμιο
- une usine εργοστάσιο
- télétravailler τηλεργάζομαι (εργάζομαι από απόσταση) – le télétravail τηλεργασία
- un employeur, une employeuse εργοδότης, -τρια
- un(e) employé(e) ο, η υπάλληλος
- un, une collègue ο, η συνάδελφος
- un congé de travail άδεια
Στις μέρες μας, τα επαγγέλματα “περνούν κρίση” και κάποια ίσως και να πάψουν να υπάρχουν με τη μορφή που τα ξέραμε μέχρι σήμερα.
Ας δούμε μερικά από τα παραδοσιακά αλλά και κάποια καινούρια.
1. Les métiers traditionnels τα παραδοσιακά επαγγέλματα:
a. Το ευχάριστο είναι ότι, στα γαλλικά, τα περισσότερα από αυτά είναι ίδια και στα δύο γένη.
Il/Elle est | |
---|---|
secrétaire | ο, η γραμματέας |
standardiste | ο, η τηλεφωνητής, -τρια |
notaire | ο, η συμβολαιογράφος |
photographe | ο, η φωτογράφος |
architecte | ο, η αρχιτέκτονας |
journaliste | ο, η δημοσιογράφος |
artiste | ο, η καλλιτέχνης |
guide | ο, η ξεναγός |
dentiste | ο, η οδοντίατρος |
vétérinaire | ο, η κτηνίατρος |
médecin | ο, η γιατρός |
ophtalmologue/ophtalmologiste (ophtalmo) | ο, η οφθαλμίατρος |
psychiatre | ο, η ψυχίατρος |
psychologue – psychanalyste | ο, η ψυχολόγος – ψυχαναλυτής, -τρια |
professeur (de chimie, physique, maths …) | ο, η καθηγητής-τρια |
chimiste | ο, η χημικός |
biologiste | ο, η βιολόγος |
ingénieur | ο, η μηχανικός |
auteur, écrivain | ο, η συγγραφέας |
comptable | λογιστής / λογίστρια |
peintre | ο, η ζωγράφος |
ministre | ο, η υπουργός |
maire | ο, η δήμαρχος |
juge | ο, η δικαστής |
professeur / professeure
auteur / auteure – écrivain / écrivaine
maire / mairesse
docteur / docteure,
ingénieur / ingénieure
b. Κάποια, όμως, αλλάζουν:
Il est | Elle est |
---|---|
infirmier νοσοκόμος | infirmière νοσοκόμα |
assistant (médical …) βοηθός (γιατρού …) | assistante |
enseignant εκπαιδευτικός | enseignante |
avocat δικηγόρος | avocate |
maître δάσκαλος | maîtresse δασκάλα |
directeur διευθυντής | directrice διευθύντρια |
acteur ηθοποιός | actrice |
musicien μουσικός | musicienne |
chirurgien χειρουργός | chirurgienne |
mathématicien μαθηματικός | mathématicienne |
chanteur τραγουδιστής | chanteuse τραγουδίστρια |
vendeur πωλητής | vendeuse πωλήτρια |
employé υπάλληλος | employée |
employeur εργοδότης | employeuse |
ouvrier εργάτης | ouvrière |
2. Quelques nouveaux métiers μερικά καινούρια επαγγέλματα:
un programmeur de logiciel προγραμματιστής λογισμικού |
un blogueur, une blogueuse μπλόγκερ |
un youtubeur, une youtubeuse |
un chef de projet Web διαχειριστής έργου web |
un webmaster διαχειριστής ιστότοπου |
un webdesigner σχεδιαστής ιστοσελίδωv |