Επειδή, τον χρόνο, δεν αρκεί μόνο να τον μετράμε με ακρίβεια, αλλά να είμαστε και συνεπείς, ας δούμε πως …
μπορούμε να είμαστε ακριβείς και πάντα στην ώρα μας.
Être à temps έγκαιρα
Être à l’heure / Être ponctuel,-le είμαι στην ώρα μου / ακριβής
la ponctualité ακρίβεια
- Il arrive aux rendez-vous toujours à l’heure. Il est ponctuel. Φτάνει στα ραντεβού, πάντα στην ώρα του. Il est ponctuel. Είναι ακριβής.
Κάποιες φορές, όμως, η ακρίβεια, μπορεί να μην είναι το δυνατό μας σημείο,
Être en retard είμαι αργοπορημένος, -η
- Elle est venue en retard, hier, à notre rendez-vous. Elle m’a posé un lapin. Ήρθε καθυστερημένη, χθες, στο ραντεβού. Μ’ έστησε.
- Il faut aller à la gare à temps. Si on arrive en retard, on risque de manquer notre train. Πρέπει να πάμε στο σταθμό έγκαιρα. Αν αργοπορήσουμε, ρισκάρουμε να χάσουμε το τραίνο.
ή απλώς θέλουμε να είμαστε νωρίτερα για … “παν ενδεχόμενον”.
Être en avance είμαι πριν από την καθορισμένη ώρα / νωρίτερα
- Nous allons toujours en avance à l’ aéroport. On veut se présenter aux comptoirs Check-in à temps, sinon on va perdre le vol. Πηγαίνουμε πάντα νωρίτερα στο αεροδρόμιο. Θέλουμε να κάνουμε έγκαιρα check-in, αλλίως θα χάσουμε την πτήση.
- Les passagers qui ont enregistré leurs bagages en avance, doivent se présenter aux filtres de la police, 1h avant le départ de leur vol. Οι επιβάτες που έκαναν check-in νωρίτερα, ώφείλουν να περάσουν τον αστυνομικό έλεγχο 1 ώρα πριν την αναχώρηση της πτήσης τους.