référendum κ.α. σχετικές λέξεις

Επίπεδα:
référendum κ.α. σχετικές λέξεις

Οι δραματικές πολιτικο-οικονομικές εξελίξεις των ημερών, μου δίνουν την ευκαιρία να μιλήσω για μερικές λέξεις σχετικές με την επικαιρότητα:

  • un référendum δημοψήφισμα

Avec un référendum le gouvenement peut consulter directement les électeurs sur une question ou un texte. Μ’ένα δημοψήφισμα η κυβέρνηση μπορεί να ζητήσει απ’ευθείας τη γνώμη των ψηφοφόρων σε μια ερώτηση ή ένα κείμενο.

  • le gouvernement κυβέρνηση
  • le Parlement Κοινοβούλιο
  • le premier ministre πρωθυπουργός
  • les électeurs (un) ψηφοφόροι
  • la population πληθυσμός
  • le peuple λαός
  • une question/ un texte
  • la légalité d’un référendum εγκυρότητα, νομιμότητα ενός δημοψηφίσματος

Le référendum est un istrument de “démocratie directe”.

  • la “démocratie directe” άμεση δημοκρατία
  • le droit δικαίωμα

Dimanche, le 5 juin 2015, un référendum se tiendra en Gréce. Την Κυριακή, 5 Ιουνίου 2015, θα διεξαχθεί δημοψήφισμα στην Ελλάδα.

  • la tenue d’un référendum διεξαγωγή  ενός δημοψηφίσματος
  • une question posée lors d’un référendum ερώτηση που τείθεται σ’ένα δημοψήφισμα

 ex. Quelle est la question posée lors du référendum grec?

Les électeurs sont appelés à voter par un “oui” ou un “non”. Οι ψηφοφόροι καλούνται να ψηφίσουν μ’ένα “ναι” ή ένα “όχι”.

  • voter ψηφίζω
  • la vote ψήφος
  • le mandat εντολή
  • le scrutin ψηφοφορία
  • une urne électorale κάλπη
  • la majorité πλειοψηφία 
  • accepter δέχομαι, συμφωνώ
La réponse à un référendum peut être positive:
  • accepté (oui) 
ou négative:
  • non accepté (non)

ex. Selon l’oppinion de certains, le “oui” favorisera le maintien du pays dans la zone euro tandis que le “non” favorisera un “Grexit”. Σύμφωνα με την άποψη ορισμένων ένα “όχι ” θα σήμαινε την παραμονή της χώρας στην ευροζώνη ενώ ένα “όχι”, την έξοδό της.

Les sondages

  • un sondage δημοσκόπηση
  • le sondé/la sondée ο ερωτώμενος, -η

Σε μια δημοσκόπηση καλείστε ν’απαντήσετε με:

  • Oui Ναι
  • Non Όχι
  • Ne se prononce pas Δεν απαντώ
  • un échantillon de ένα δείγμα από …
  • réprésentatif αντιπροσωπευτικό

ex. Selon un sondage, réalisé sur un échantillon de 1 000 personnes réprésentatif de la population grecque âgée de plus de 18 ans, seuls 12% des sondés ne se prononcent pas. Σύμφωνα με μία δημοσκόπηση, που διεξήχθη σ’ένα δείγμα 1.000 ατόμων,  αντιπροσωπευτικό του ελληνικού πληθυσμού ηλικίας πάνω από 18 χρονών, μόνο το 12% των ερωτηθέντων δεν τοποθετήθηκε.

One Response

  1. c etait admirable aujourd hui. merci millefois…….
    Mais je ne pense pas que le résultat du référendum de demain va jouer un grand rôle dans les ententes à venir de toute façon imposerait nos prêteurs européens.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.