Άλλα σχετικά με την ηλικία

Επίπεδα:
B1

Je viens juste d’avoir dix-huit ans.

Je vais bientôt avoir dix-huit ans.

J’ai à peu près quarante ans.

J’ai un certain âge.

Elle a une vingtaine d’années.

Il a passé la trentaine.

Tu ne fais pas ton âge.

Εκτός από τον κλασσικό τρόπο για να αναφερθούμε στην ηλικία μας, ή αυτή των άλλων υπάρχουν κι άλλο.

Ας δούμε, μερικούς:

1. Με το avoir αλλά και με το être:

  • Je suis âgé(e) de dix-huit ans. (Έχω την ηλικία των δεκαοκτώ χρόνων) Είμαι δεκαοκτώ.
  • Je viens juste d’avoir dix-huit ans. Μόλις έκλεισα τα δεκαοκτώ.
  • Je vais bientôt avoir dix-huit ans. Θα κλείσω σύντομα τα δεκαοκτώ.

2. Στο “περίπου“:

  • J’ai à peu près quarante ans. Είμαι περίπου σαράντα χρονών.
  • J’ai un certain âgeΈχω μια κάποια ηλικία.
  • Je suis un homme/une femme d’un certain âge. Είμαι ένας άντρας/μια γυναίκα μιας κάποιας ηλικίας

3. Για τη “δεκαετία” που διανύουμε:

Je suis dans:

  • la vingtaine στα είκοσι (δηλ. στη δεκαετία των είκοσι, από 20-29)
  • la trentaine στα τριάντα (από 30-39)
  • la quarantaine στα σαράντα (από 40-49)
  • la cinquantaine στα πενήντα (από 50-59)
  • la soixantaine στα εξήντα (από 60-69)
  • la soixante-dizaine στα εβδομήντα (από 70-79)
    • la septantaine (για τους Ελβετούς και τους Βέλγους)
  • la quatre-vingtaine στα ογδόντα (από 80-89)
    • la huitantaine (για τους Ελβετούς και τους Βέλγους)
  • la quatre-vingt-dizaine στα ενενήντα (από 90-99)
    • la nonantaine (για τους Ελβετούς και τους Βέλγους)
  •  la … (quarantaine) avancée. Έχω περάσει τα … (σαράντα).

4. Για: εικοσάρηδες, τριαντάρηδες

Un / une

  • vingtenaire (από 20-29)
  • trentenaire (από 30-39)
  • quadragénaire (από 40-49)
  • quinquagénaire (από 50-59)
  • sexagénaire (από 60-69)
  • septuagénaire (από 70-79)
  • octogénaire (από 80-89)
  • nonagénaire (από 90-99)

Άλλα χρήσιμα:

  • Όσοι είναι τυχεροί και έχουν συμπληρώσει ή και ξεπεράσει τα 100 χρόνια, μπορούν να πουν:
    •  Je suis centenaire αιωνόβιος, -α
  • Για τη δεκαετία που έχουμε περάσει:
    • J’ai passé la trentaine / la quarantaine … Πέρασα τα τριάντα / τα σαράντα …
  • Για όσους έχουν την τύχη να μη δείχνουν τα χρόνια τους, λέμε …
    • Tu ne fais pas ton âgeΔεν σου φαίνεται (η ηλικία).
  • Για να μιλήσουμε για τους άλλους:
    • J’ai une fille de dix ans et un fils de onze ans. Έχω μια κόρη 10 χρονών και ένα γιο 11 χρονών.
  • Τέλος, η ηλικία με πιο γενικούς όρους όπως:
    • Il est jeune. Είναι νέος. – jeune νέος, -α
    • Les parents de Monique sont agés. Οι γονείς της Monique είναι ηλικιωμένοι.agé, agée ηλικιωμένος, -η
    • Le vieux monsieur vivait seul avec ses chats, dans une petite maison isolée. Ο γέρος ζούσε μόνος με τις γάτες του, σ’ένα μικρό απομονωμένο σπίτι.vieux, vieille γέρος, γριά
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.