Γιατί, “άνθρωποι” είμαστε και ζοριζόμαστε! Ειδικά στις μέρες μας όπου οι καταστάσεις, δεν είναι και τόσο ρόδινες.
Κι επειδή κάπως πρέπει να ξεσπάσουμε, θα πούμε και μια κουβέντα παραπάνω! Μπορεί και δύο! Θα χρησιμοποιήσουμε δηλ. τα “γαλλικά μας”!
Για να εκτονωθείτε λοιπόν … όταν κάτι σας κουράζει, σας αηδιάζει, σας τη “δίνει” στα νεύρα:
Ça me soûle! ή Ça me saoule!
Είτε έχει accent circonflexe είτε όχι προφέρετε πάντα [soul].
Το ρήμα soûler ή saouler σημαίνει μεθώ (κυριολεκτικά και μεταφορικά) αλλά και κουράζω, “μπουκώνω” κάποιον με λόγια και υποσχέσεις.
Για παράδειγμα:
- Les politiciens soûlent leur public de promesses. Οι πολιτικοί μπουκώνουν το κοινό τους με υποσχέσεις.
- Le bébé me soûle avec ses cris. Το μωρό μ’εκνευρίζει με τις φωνές του.
- Il était assis près d’une belle femme dont le parfum le soûlait. Ήταν καθισμένος δίπλα σε μια όμορφη γυναίκα της οποίας το άρωμα τον μεθούσε.
- Ne vous soûlez qu’avec du bon vin grec! Μην μεθάτε παρά μόνο με καλό ελληνικό κρασί!
Θα το συναντήσετε και σαν verbe pronominal:
Για παράδειγμα:
- Il se soûlait chaque soir pour oublier ses malheurs. Μεθούσε κάθε βράδυ για να ξεχνά τις δυστυχίες του.
Τέλος, για να μην πέφτετε σε επαναλήψεις, αφού καθημερινά μάλλον σας “τη δίνει” συχνά, υπάρχουν και τα συνώνυμα:
Ça me gonfle!
(gonfler φουσκώνω, πρήζω)
Ça me gave!
(gaver μπουκώνω)
και πιο απλά:
Ça m’énerve! / Ça m’agace!
(énerver, agacer εκνευρίζω, s’énerver εκνευρίζομαι)