Ένα βασικό λεξιλόγιο στην οφθαλμολογία:
- un cabinet médical ιατρείο
- l’ophtalmologie (une)
- un ophtalmologue, ophtalmologiste, ophtalmo, un oculiste
- un orthoptiste / un optométriste / l’optométrie (une), l’orthoptie (une)
- un œil μάτι, les yeux μάτια
- une paupière βλέφαρο
- la vue, la vision όραση
- oculaire οφθαλμικός
- l’acuité visuelle (une) οπτική οξύτητα
- les lunettes (une) γυαλιά
- les lentilles de contact (une) φακοί επαφής
- les prismes (une)
- une pathologie / une maladie de l’œil / oculaire παθολογία, ασθένεια
- une affection oculaire πάθηση
- un problème
- un trouble oculaire οφθαλμική διαταραχή / visuel οπτική διαταραχή
- une infection de l’œil / oculaire μόλυνση, λοίμωξη
- un traumatisme de l’œil / oculaire τραυματισμός
- un trouble refractif διαθλαστική ανωμαλία
- une anomalie visuelle
- un capilaire τριχοειδές αγγείο / l’éclatement, la rupture d’un capilaire ρήξη αγγείου
- une occlusion απόφραξη
- un inhibiteur αναστολέας
- un récepteur υποδοχέας, λήπτης
- la paroi πλευρά, τοίχωμα
- sous-cutané υποδόριος
- prolifératif (-ive) πολλαπλασιαστικός
- une cycloplégie (une paralysie médicamenteuse) παράλυση του οφθαλμικού μυ που προκλήθηκε από φάρμακα
- un vaisseau αγγείο / vascularisé αγγειοποιημένος
- l’étanchéité (une) στεγανότητα
- une fibrose ίνωση
- une traction έλξη
- une ablation αφαίρεση, εκτομή
- une humeur acqueuse υδατοειδές υγρό του οφθαλμού
- une maladie perfide, indicieuse ύπουλη ασθένεια
- gonfler φουσκώνω, πρήζομαι/ le gonflement πρήξιμο / gonflé πρησμένος (une paupière gonflée)
- irriguer, humidifier ενυδατώνω
- faire le diagnostic, dépister κάνω διάγνωση, διαπιστώνω
- un traitement θεραπεία, αγωγή, θεραπευτική αγωγή
- le médicament φάρμακο / la médication φαρμακευτική αγωγή
- une chirurgie , une opération chirurgicale χειρουργείο, χειρουργική επέμβαση
- la prédisposition familiale οικογενειακή προδιάθεση
- les antécedents familiaux οικογενειακό ιστορικό
- donner, administrer, prescrire des médicaments δίνω, χορηγώ, γράφω φάρμακα
- prévenir / la prévention πρόλαμβάνω, πρόληψη