H Μετοχή Ενεστώτα, μόνη της χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό λόγο, συχνά σε αγγελίες ή επίσημες επιστολές και είναι αμετάβλητη. Μπορούμε να την χρησιμοποιήσουμε στη θέση:
1. Μιας αναφορικής πρότασης
Για παράδειγμα:
- Je cherche jeune fille parlant des langues étrangères. (qui parle des langues étrangères) Ψάχνω νεαρή κοπέλα που να μιλά ξένες γλώσσες.
- On cherche des employés sachant utiliser l’ordinateur. (qui savent utiliser …) Ψάχνω υπαλλήλους που να ξέρουν να χρησιμοποιούν υπολογιστές.
- Les dossiers concernant les élèves de la classe B sont sur la table. ( qui concernent ….) Οι φάκελοι που αφορούν τους μαθητές της Β τάξης είναι πάνω στο τραπέζι.
- Nous embaucherons les canditats ayant un master. (qui ont …) Θα προσλάβουμε υποψηφίους που έχουν μάστερ.
2. Του Comme καθώς / parce que επειδή για να δηλώσει μια κατάσταση
Για παράδειγμα:
- Étant malade, Georges est resté chez lui. Όντας άρρωστος, ο Γιώργος κάθισε σπίτι. / Comme il était malade, Georges est resté chez lui.
- Cherchant un poste en Afrique, je m’adresse à vous. Ψάχνοντας για δουλειά στην Αφρική, απευθύνομαι σ’εσάς. / Je m’adresse à vous parce que je cherche un poste en Afrique.
- Ayant mal à la tête, il a pris une aspirine. Έχοντας πονοκέφαλο, πήρε μια ασπιρίνη. / Comme il avait mal à la tête, il a pris une aspirine.
Άλλες χρήσεις:
1. L’adjectif verbal
Μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί και σαν επίθετο. Στην περίπτωση αυτή την ονομάζουμε (ρηματικό επίθετο) και όπως η μετοχή του Αορίστου, συμφωνεί σε γένος και αριθμό με το ουσιαστικό που συνοδεύει:
Για παράδειγμα:
des enfants | obéissants υπάκουα παιδιά |
une fille | charmante γοητευτική κοπέλα |
un travail | fatigant κουραστική δουλειά |
des paroles | provocantes προκλητικές κουβέντες |
Attention!
Κάτι που έχει σημασία να προσέξει κανείς στα ρηματικά επίθετα είναι ότι, σε κάποιες περιπτώσεις, η ορθογραφία του επιθέτου διαφέρει από την μετοχή του Ενεστώτα, αυτή δηλ. που προέρχεται από το ρήμα (θυμηθείτε εδώ τα βήματα), όπως:
Verbe | Participe Présent | Adjectif verbal |
fatiguer κουράζω | fatiguant | fatigant κουραστικός |
provoquer προκαλώ | provoquant | provocant προκλητικός |
négliger παραμελώ | négligeant | négligent αμελής, απρόσεκτος |
convaincre πείθω | convainquant | convaincant πειστικός |
Τέλος, σχηματίζει το Γερούνδιο