Ακούω ή Ακούω (με προσοχή);
Δυο ρήματα που “ακούνε” στα γαλλικά αλλά με διαφορετικό τρόπο το καθένα. Πως θα τα χρησιμοποιήσουμε λοιπόν σωστά;
Entendre:
Αναφέρεται στην φυσική ικανότητα της ακοής, στο να μπορούμε δηλαδή ν’αντιληφθούμε τους ήχους, τους θορύβους, τις ομιλίες που μας περιβάλλουν. Έτσι λοιπόν, εφ’όσον η ακοή μας (l’ouïe ακοή) λειτουργεί σωστά και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, μπορούμε και ακούμε ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Όμως, ο εγκεφαλός μας δεν δίνει πάντα την απαραίτητη προσοχή.
Για παράδειγμα:
- Quelques fois pendant la nuit, j’entends des bruits bizarres dans la maison. Est-ce qu’il y a peut-être des fantômes? Μερικές φορές τη νύχτα, ακούω περίεργους θορύβους στο σπίτι. Μήπως υπάρχουν φαντάσματα;
- Entends-tu les oiseaux qui chantent? Ακούς τα πουλιά που κελαηδούν;
- Parlez plus fort s’il vous plaît. Je ne vous entends pas. Μιλήστε παρακαλώ πιο δυνατά. Δεν σας ακούω.
- Elle n’a jamais entendu un son, elle est sourde de naissance. Δεν έχει ποτέ της ακούσει ήχο. Είναι εκ γενετής κουφή.
- Il tond le gazon, j’entends le bruit de la tondeuse. Κουρεύει το γρασίδι. Ακούω τον θόρυβο της κουρευτικής μηχανής.
- Mon interlocuteur sur Skype ne m’entend pas bien parce que j’ai un problème de microphone / de connection. Ο συνομιλητής μου στο Skype δεν μ’ακούει καλά γιατί έχω ένα πρόβλημα με το μικρόφωνο / με τη σύνδεση.
Θα το χρησιμοποιήσετε και στην περίπτωση που “έχετε ακούσει να λέγεται …”:
- J’ai entendu dire que Paul a une nouvelle amie qui est très belle. Άκουσα να λέγεται ότι ο Παύλος έχει μια καινούρια φίλη που είναι πολύ όμορφη.
- J’ai entendu dire que le gouvernement va baisser le montant des allocations familiales. Άκουσα να λέγεται ότι η κυβέρνηση θα μειώσει το ποσό των οικογεναειακών επιδομάτων.
Écouter:
Όχι μόνο ακούμε αλλά δίνουμε και την απαραίτητη προσοχή για να καταλάβουμε. Ακούμε επειδή το επιλέξαμε και όχι τυχαία επαιδή υπάρχει κάποιος θόρυβος.
Για παράδειγμα:
- Tu écoutes ce que je te dis? Ακούς τι σου λέω ( με προσέχεις);
- En ce moment j’écoute une belle chanson. Αυτή τη στιγμή ακούω ένα όμορφο τραγούδι.
- J’entends mon pére qui parle mais je ne l’écoute pas. Ακούω τον πατέρα μου (που μιλάει) αλλά δεν τον προσέχω (δεν βάζω καμμία προσοχή).
- Ces élèves n’écoutent jamais leur professeur quand il parle. Αυτοί οι μαθητές δεν ακούν (προσέχουν) ποτέ τον καθηγητή τους όταν μιλάει.
- Elle sait se faire écouter de ses amies. Ξέρει να ακούγεται από τις φίλες της.
- Écoute mon cœur qui bat. Άκου την καρδιά μου που χτυπά.
- J’écoute de la musique. Ακούω μουσική. (επειδή το έχω επιλέξει)