Faire ou Faire faire?

Επίπεδα:
B1, B2
Faire ou Faire faire?

Ένα ρήμα που “κάνει” με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, ανάλογα με το πως θα το χρησιμοποιήσουμε.

1. Faire:

Μόνο του: για οτιδήποτε κάνουμε.

Για παράδειγμα:

  • Je fais de la gymnastique. Κάνω γυμναστική.
  • Elle fait souvent des voyages. Κάνει συχνά ταξίδια.
  • Nous avons fait un commentaire sur Facebook. Κάναμε ένα σχόλιο στο Facebook.
  • Qu’est-ce que tu vas faire ce week-end? Τι θα κάνεις αυτό το Σαββατοκύριακο;

2. Faire + infinitif

Μ’ ένα απαρέμφατο:

a. Όταν κάποιος άλλος κάνει κάτι για λογαριασμό μας.

Το υποκείμενο του ρήματος μόνο αποφασίζει, δεν ενεργεί το ίδιο.

Για παράδειγμα:

  • Je fais construire une maison.
    • Στα ελληνικά αυτό μεταφράζεται: Χτίζω σπίτι. Στα γαλλικά, όμως, εννοούμε ότι έχουμε προσλάβει τεχνίτες για να πραγματοποιήσουν την κατασκευή του.

(Όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι: Χτίζω το σπίτι μόνος μου, εγώ ο ίδιος, στα γαλλικά θα πούμε: Je construis une maison, moi-même.)

  • Je fais cuire des crêpes. Ψήνω κρέπες (όχι εγώ ακριβώς αλλά η ηλεκτρική κουζίνα). Δεν θα μπορούσαμε ποτέ να πούμε: Je cuis les crêpes, οι Γάλλοι θα μας κοιτούσαν περίεργα, αφού δεν παράγουμε το είδος της ενέργειας που μπορεί να ψήσει ή να μαγειρέψει κάτι.
  • Elle fait faire des analyses de sang tous les six mois. Κάνει εξετάσεις αίματος κάθε 6 μήνες. (δηλ. η μικροβιολόγος το κάνει γι αυτήν).
  • Elle fait refaire la cuisine de son appartement. Ξαναφτιάχνει/Ανακαινίζει την κουζίνα του διαμερίσματός της (δηλ.  Του ανακαινίζουν την κουζίνα οι τεχνίτες).
  • Jean fait réviser sa voiture deux fois par an. Ο Γιάννης κάνει σέρβις στο αυτοκίνητό του 2 φορές το χρόνο. (δηλ. του το κάνει ο μηχανικός).
  • Les usines automobiles allemandes font fabriquer plusieurs pièces des voitures en Chine. Οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες κατασκευάζουν πολλά κομμάτια των αυτοκινήτων στην Κίνα. (όχι αυτές αλλά οι Κινέζοι εργάτες).

b. Όταν το υποκείμενο του ρήματος ενεργεί, βάζοντας κάποιον να κάνει κάτι για λογαριασμό του.

Για παράδειγμα:

  • Le professeur fait travailler les élèves. Ο δάσκαλος βάζει/κάνει τους μαθητές να εργαστούν.
  • Le clown fait rire les enfants. Ο κλόουν κάνει τα παιδιά να γελάσουν.
  • Les films sociaux me font pleurer. Οι κοινωνικές ταινίες με κάνουν να κλαίω.
  • La mère fait lire les enfants. Η μητέρα βάζει τα παιδιά να διαβάσουν.

Άλλα χρήσιμα:

  • Το faire, ανάλογα με την χρονική στιγμή θα μπει και στους αντίστοιχους χρόνους.
    • J’ai fait repeindre les murs, hier.΄Εβαψα τους τοίχους, χθες.
    • Nous fairons faire des travaux à la maison, le mois prochain. Θα κάνουμε εργασίες, επισκευές στο σπίτι, τον ερχόμενο μήνα.
    • Elle va faire changer la moquette dans la chambre d’enfants. Θ’αλλάξει τη μοκέτα στο παιδικό δωμάτιο.
    • Τέλος, αν θέλουμε ν’αντικαταστήσουμε το αντικείμενο του ρήματος στην πρόταση με κάποια αντωνυμία, θα την βάλουμε πριν από το ρήμα faire.
      • Je fait repeindre les murs. Je les fait repeindre.
      • Jean fait réviser sa voiture deux fois par an. Jean la fait réviser deux fois par an.

      Δείτε ακόμα:

      Le verbe irrégulier: Faire

      Leave a Reply

      Your email address will not be published. Required fields are marked *

      Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.