Il ne vient pas à la réunion parce qu’il est en déplacement.
Nous ne sortons pas car il pleut beaucoup.
Le match de football a été annulé à cause de la pluie forte.
La crise financière du pays s’explique par la corruption politique.
Faute d’argent nous ne pouvons pas acheter une nouvelle voiture.
La pollution des océans et des eaux est issue des rejets des produits chimiques industriels.
Ο τρόπος για να διακαιολογηθούμε ή να δικαιολογήσουμε μια κατάσταση.
Υπάρχουν αρκετοί τρόποι για να την αποδώσουμε, χρησιμοποιώντας εκφράσεις ή ρήματα.
Ας ξεκινήσουμε από τις εκφράσεις:
1. Οι εκφράσεις:
a. Οι κλασσικές, απλές και πιο συνηθισμένες:
Μετά, θα ακολουθήσει πάντα ένα ρήμα.
- Parce que: γιατί, επειδή, διότι
- Δήλωση μιας αιτίας, άγνωστης στο συνομιλητή μας. / Mπαίνει πάντα στη μέση της πρότασης:
- Il ne vient pas à la réunion parce qu‘il est en déplacement, aujourd’hui. Δεν έρχεται στο συμβούλιο γιατί απουσιάζει, σήμερα.
- Είναι η απάντηση στην ερώτηση “Pourquoi?” / Σ’αυτή την περίπτωση, μπορεί να μπει και στην αρχή της πρότασης:
- Pourquoi est-il arrivé en retard au rendez-vous? Parce qu’il a raté le bus. Γιατί έφτασε καθυστερημένος στο ραντεβού; Γιατί έχασε το λεωφορείο.
- Car: επειδή, διότι
- Κυρίως στο γραπτό λόγο. Δεν απαντά στην ερώτηση “Pourquoi?”:
- Il est arrivé en retard au rendez-vous car il a raté le bus. Ήρθε αργά στο ραντεβού επειδή έχασε το λεωφορείο.
- Nous ne sortons pas car il pleut beaucoup. Δεν βγαίνουμε διότι βρέχει πολύ.
b. Οι πιο “προχωρημένες”:
Επίσης, ακολοθούνται από ένα ρήμα
- Comme: καθώς, αφού
- Πάντα στην αρχή της πρότασης:
- Comme il a raté le bus, il est arrivé en retard au rendez-vous. Καθώς/Αφού έχασε το λεωφορείο, έφτασε αργά στο ραντεβού.
- Puisque/Puisqu’: αφού, επειδή, μιας και
- Μια αιτία γνωστή στο συνομιλητή μας ή προφανής. / Στην αρχή ή στη μέση της πρότασης:
- Puisque tu es mathématicien, tu peux m’aider à faire mes exercices de maths. Μιας και είσαι μαθηματικός μπορείς να με βοηθήσεις να κάνω τις ασκήσεις μαθηματικών.
- Nous ne sortons pas, puisqu’il fait mauvais. Δεν βγαίνουμε αφού έχει άσχημο καιρό (και είναι προφανές)
- En effet: πράγματι, στην πραγματικότητα, μάλιστα, όντως
- Μετά από τελεία. Εκφράζει μια εξήγηση, ένα συμπέρασμα της προηγούμενης δήλωσής μας:
- Je ne suis pas parti en vacances. En effet, je n’ai pas pu trouvé un hôtel, à la dernière minute. Δεν έφυγα διακοπές. Στην πραγματικότητα, δεν μπόρεσα να βρω ξενοδοχείο, την τελευταία στιγμή.
- Ce n’est pas que + Subjonctif … mais + verbe όχι γιατί … αλλά …
- Je change de voiture, ce n’est pas qu’elle soit vieille mais elle consomme beaucoup. Αλλάζω αυτοκίνητο, όχι γιατί είναι παλιό αλλά γιατί καταναλώνει πολύ.
- Il reste chez lui. Ce n’est pas qu’il ait mal à la tête mais il ne veut pas sortir. Κάθεται σπίτι του. Δεν είναι ότι έχει πονοκέφαλο, αλλά δεν θέλει να βγει.
c. Αυτές που συνοδεύονται από ρήμα ή και ουσιαστικό:
- Étant donné que + verbe – Étant donné + nom: δεδομένου, λόγω
- Μια αιτία “διοικητικού χαρακτήρα“:
- Étant donné un problème technique, les trains partiront avec 30 minutes de retard. Λόγω τεχνικού προβλήματος, τα τραίνα θα φύγουν με 30 λεπτά καθυστέρηση.
- Étant donné qu‘il y a un problème technique, les trains partiront avec 30 minutes de retard. Δεδομένου ότι υπάρχει τεχνικό πρόβλημα, τα τραίνα θα φύγουν με 30 λεπτά καθυστέρηση.
- Vu que + verbe: δεδομένου ότι, επειδή – Vu + nom: εν όψει
- Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο.
- Μια αδιαμφισβήτητη αιτία:
- Vu qu‘elle a des examens, elle fait des révisions chaque jour. Δεδομένου ότι έχει εξετάσεις, κάνει επαναλήψεις κάθε μέρα.
- Vu les examens, elle fait des révisions chaque jour. Εν όψει των εξετάσεων, κάνει επαναλήψεις κάθε μέρα.
- À force de + infinitif – À force de + nom χάρις σε, με το να …
- Μετά από πολλή και επίμονη προσπάθεια:
- Il a réussi, à force d’étudier. Πέτυχε με το να μελετά.
- Il a réussi à force de sa volonté. Πέτυχε χάρις τη θέλησή του.
- Sous prétexte que + verbe – Sous (le) prétexte de + nom με την δικαιολογία ότι
- Μια ψεύτικη αιτία:
- Elle n’est pas venue sous prétexte qu‘elle était malade. Δεν ήρθε με την δικαιολογία ότι ήταν άρρωστη.
- Elle n’est pas venue sous (le) prétexte de maladie. Δεν ήρθε με την δικαιολογία της αρρώστιας.
d. Αυτές που συνοδεύονται μόνο από ουσιαστικό:
- À cause de: εξ’αιτίας
- Μια αρνητική αιτία:
- Le match de football a été annulé à cause de la pluie forte. Ο ποδοσφαιρικός αγώνας αναβλήθηκε εξ’αιτίας της δυνατής βροχής.
- Grâce à: χάρις σε
- Μια θετική αιτία:
- J’ai retrouvé ma forme grâce à l’exercice physique. Ξαναβρήκα τη φόρμα μου χάρις τη φυσική άσκηση.
- Faute de / Par manque de: ελλείψει
- Μια αιτία που οφείλεται σε κάποια στέρηση:
- Faute d‘argent nous ne pouvons pas acheter une nouvelle voiture. Ελλείψει χρημάτων, δεν μπορούμε ν’αγοράσουμε καινούριο αυτοκίνητο.
- Je ne voyage pas par manque de temps. Δεν ταξιδεύω ελλείψει χρόνου.
- En raison de: εξ’αιτίας
- Μια αιτία “διοικητικού χαρακτήρα“:
- En raison de la fête nationale les écoles resteront fermées demain. Εξ’αιτίας της εθνικής γιορτής τα σχολεία θα παραμείνουν κλειστά αύριο.
- Par από
- Μια αιτία ψυχολογική:
- Il a tué sa femme par jalousie. Σκότωσε τη γυναίκα του από ζήλεια.
- Pour εξ’αιτίας / για
- Il ne peut pas travailler pour des raisons de santé. Δεν μπορεί να δουλέψει για λόγους υγείας.
Και τώρα,
2. Τα ρήματα:
- être à l’origine de + nom: είμαι η αιτία
- La corruption politique est à l’origine de la crise financière du pays. Η πολιτική διαφθορά είναι η αιτία της οικονομικής κρίσης της χώρας.
- s’expliquer par + nom: εξηγούμαι/αιτιολογούμαι από, έχω την εξήγησή μου
- La crise financière du pays s’explique par la corruption politique. Η οικονομική κρίση της χώρας εξηγείται από /έχει την εξήγησή της στην πολιτική διαφθορά.
- venir de / provenir de προέρχομαι
- résulter de προκύπτω / découler de πηγάζω / dériver de προέρχομαι από
- Selon une recherche scientifique, notre attirance pour le risque vient de /provient de / résulte de / découle de / dérive de la nécessité de survivre. Σύμφωνα με μια επιστημονική έρευνα, έλξη μας για τον κίνδυνο προέρχεται / προκύπτει / πηγάζει από την ανάγκη να επιβιώσουμε.
- être issu(e) de προέρχομαι από
- La pollution des océans et des eaux est issue des rejets des produits chimiques industriels. Η ρύπανση των ωκεανών και των υδάτων προέρχεται από απορρίψεις βιομηχανικών χημικών ουσιών.
- être dû/dus, due à οφείλομαι σε
- Le plaisir que nous éprouvons pour le risque est dû à la quantité de dopamine libérée dans notre cerveau. Η ευχαρίστηση που αισθανόμαστε για τον κίνδυνο οφείλεται στην ποσότητα της ντοπαμίνης που απελευθερώνεται στον εγκέφαλό μας.
- La pollution de l’air est due aux émissions des gaz par les voitures. Η μόλυνση του αέρα οφείλεται στις εκπομπές αερίων από τα αυτοκίνητα