Τα δέκα σημαντικά σημεία για τη χρήση του:
1. La possession:
Για να δηλώσουμε την ιδιοκτησία:
– J’ai:
- une famille
- un enfant ένα παιδί
- des amis φίλους
- une maison
- un chien ένα σκύλο
2. L’âge: – Tu as quel âge? / Quel âge as-tu ?
Την ηλικία:
– J’ai … ans
3. Avoir + nom:
Μαζί με ένα ουσιαστικό φτιάχνουμε ένα καινούριο ρήμα:
- avoir chaud ζεσταίνομαι ‡ avoir froid κρυώνω
- avoir faim πεινάω ‡ avoir soif διψάω
- avoir sommeil νυστάζω
- avoir peur (de) φοβάμαι
- avoir de la chance έχω τύχη
- avoir raison έχω δίκιο ‡ avoir tort έχω άδικο
- avoir lieu λαμβάνω χώρα: La réunion a lieu demain à 8h.
4. Avoir + nom + DE + infinitif :
Πολλές φορές μετά το ουσιαστικό ακολουθεί και το DE και στη συνέχεια ένα ρήμα άκλιτο:
- avoir envie de … επιθυμώ: J’ai envie de manger une glace αλλά και: J’ai envie d’une glace.
- avoir besoin de … έχω ανάγκη από: J’ai besoin de me reposer αλλά και: J’ai besoin d’argent.
- avoir le temps de … έχω το χρόνο να …: J’ai le temps de voyager.
- avoir l’intention de … έχω την πρόθεση να …: J’ai l’intention d’apprendre une nouvelle langue étrangère.
- avoir l’habitude de … έχω την συνήθεια να …: J’ai l’habitude de boire un café après mon dîner.
5. avoir mal à + nom πονάω (au, à la, à l’, aux)
– J’ai mal:
- au dos στην πλάτη / μέση
- à la tête στο κεφάλι
- à l’oreille στο αυτί
- aux pieds στα πόδια
5. avoir du mal à + infinitif
Όταν έχω δυσκολίες:
- J’ai du mal à comprendre les verbes français. Δυσκολεύομαι να καταλάβω τα γαλλικά ρήματα.
- Elle a du mal à trouver un travail. Δυσκολεύεται να βρει δουλειά.
6. avoir l’air + adjectif μοιάζω, φαίνομαι
Με ένα αρσενικό επίθετο:
- Elle a l’air fatiguée. Μοιάζει κουρασμένη.
- Ils ont l’air malade. Μοιάζουν άρρωστοι.
Cet homme a l’air malade.
7. avoir les yeux …
Για το χρώμα των ματιών:
J’ai les yeux:
- verts πράσινα
- bleus μπλε
- noirs μαύρα
- marron καστανά
8. avoir les cheveux …
Για το χρώμα των μαλλιών:
J’ai les cheveux:
- blonds ξανθά
- noirs μαύρα
- châtains καστανά
9. avoir la peau …
Για το δέρμα:
J’ai la peau:
- claire ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα
- mate σκουρόχρωμη επιδερμίδα
10. avoir un … caractère
Για να περιγράψουμε το χαρακτήρα:
– J’ai un bon / un mauvais caractère. Έχω καλό, κακό χαρακτήρα.