Un coup de + nom (ουσιαστικό)

Επίπεδα:
Un coup de + nom (ουσιαστικό)

Un coup!  ένα χτύπημα!

Ανήκει κι αυτό στην κατηγορία των “σταθερών” και “μεταβλητών”.  Με σταθερό το coup και μεταβλητό το ουσιαστικό, μπορούμε να φτιάξουμε ένα πλήθος από διαφορετικές εκφράσεις.

Φαίνεται, τελικά, πως σε θέματα “οικονομίας”, οι Γάλλοι δεν αστειεύονται. Ζούμε, άλλωστε, σε δύσκολους καιρούς.

Ας δούμε λοιπόν πως μ’ένα “χτύπημα” καταφέρνουν, τελικά, να δώσουν πολλά …

1. un coup de téléphone un coup de fil ένα τηλεφώνημα 

  • le téléphone, le fil τηλ. καλώδιο
  • Passe moi un coup de fil/un coup de téléphone, demain. Κάνε μου ένα τηλεφώνημα, αύριο.

2. un coup de foudre κεραυνοβόλος έρωτας 

  • la foudre κεραυνός / αστραπή / βροντή
  • J’ai eu le coup de foudre. Ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα.

3. un coup de soleil έγκαυμα (ηλιακό)

  • le soleil ήλιος
  • En été, il faut toujours porter un chapeau, des lunettes et une crème solaire pour éviter les coups de soleil. Το καλοκαίρι πρέπει να φοράμε πάντα καπέλο, γυαλιά και αντιλιακή κρέμα για ν’αποφύγουμε τα ηλιακά εγκαύματα.

4. un coup de poing μπουνιά 

  • le poing μπουνιά
  • Le boxeur a donné un coup de poing à son adversaire. Ο μποξέρ έδωσε μια μπουνιά στον αντίπαλό του.

5. un coup de pied κλωτσιά 

  • le pied πόδι
  • Pierre a donné un coup de pied au ballon. Ο Πέτρος έδωσε μια κλωτσιά στη μπάλα.

6. un coup de main ένα χεράκι, βοήθεια 

  • la main χέρι
  • Tu as beaucoup de travail, je te donne volontiers un coup de main. Έχεις πολλή δουλειά, σου δίνω ευχαρίστως ένα χεράκι (λίγη βοήθεια).

7. un coup d’œil ματιά, βλέμμα 

  • l’ œil μάτι
  • Il m’ a jeté un coup d’œil furieux. Μου έριξε ένα εξοργισμένο βλέμμα.

8. un coup de frein φρενάρισμα 

  • le fein φρένο
  • Elle a donné un coup de frein brutal, devant le feu rouge. Έκανε ένα απότομο φρενάρισμα, μπροστά στο κόκκινο φανάρι.
  • La vaccination pourrait donner un coup de frein à la pandémie. Ο εμβολιασμός θα μπορούσε να φρενάρει την πανδημία.

10. un coup de dent δαγκωνιά 

  • la dent δόντι
  • Le chien a donné un coup de dent au petit enfant. Ο σκύλος έδωσε μια δαγκωνιά στο μικρό παιδί.

11. un coup de balai σκούπισμα / un coup de chiffon ξεσκόνισμα 

  • le balai σκούπα
  • le chiffon ξεσκνόπανο
  • Maman donne un coup de chiffon, puis un coup de  balai à la maison. Η μαμά κάνει ένα ξεσκόνισμα, ύστερα ένα σκούπισμα στο σπίτι.

12. un coup de fer σιδέρωμα 

  • le fer σίδερο
  • “Maman peux-tu donner un coup de fer à mon pantalon, s’il te plaît?” Μαμά μπορείς να κάνεις ένα σιδέρωμα στο παντελόνι μου, σε παρακαλώ;”

13. un coup de bâton χτύπημα (με ξύλο, με μπαστούνι) 

  • le bâton μπαστούνι
  • Le père a donné des coups de bâton à l’enfant agité. Ο πατέρας χτύπησε το ανήσυχο παιδί.

14. un coup de vent / en coup de vent αστραπιαία

  • le vent ο άνεμος
  • Il a visité la ville en coup de vent. Επισκεύθηκε την πόλη αστραπιαία.

15. un coup de pompe απότομη κούραση

  • une pompe αντλία
  • On a souvent un coup de pompe après un repas copieux. Αισθανόμαστε συχνά κούραση ύστερα από ένα πλούσιο γεύμα.

16. un coup de tête καπρίτσιο, αυθόρμητη απόφαση

  • une tête κεφάλι
  • J’ai pris la décision de cahnger de travail sur un coup de tête. Πήρα την απόφαση ν’αλλάξω δουλειά χωρίς να το πολυσκευτώ / ξαφνικά.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.