Συχνά, οι λόγοι που μας αναγκάζουν να μάθουμε μια ξένη γλώσσα και συγκεκριμένα γαλλικά, δεν είναι μόνο ο τουρισμός ή η αγάπη προς αυτή αλλά η προοπτική και η επιθυμία να εργαστούμε στη Γαλλία ή σε κάποια από τις γαλλόφωνες χώρες. Ένα πλήθος από ειδικότητες αναζητούν τα τελευταία χρόνια μια ευκαιρία να εργαστούν στα πλαίσια της ενωμένης Ευρώπης και όχι μόνο. Και καθώς η Ευρώπη “μεγαλώνει”, αυξάνονται και οι ανάγκες της για ιατρικό προσωπικό και για ανθρώπινο δυναμικό που θα φροντίσει όλους εμάς που ζούμε περισσότερο να ζήσουμε καλύτερα και ποιοτικότερα χάρη στις δικές τους εξειδικευμένες φροντίδες.
Ας κάνουμε λοιπόν μια μικρή εισαγωγή σε “ιατρικά θέματα”, στα γαλλικά.
Un médecin:
Il traite les maladies et il soigne et consulte ses patients. Quand il y a un problème ou une urgence il adresse les malades à un autre confrère spécialiste. Il écrit une ordonnance et prescrit des médicaments.
- la médecine ιατρική – la médecine préventive προληπτική ιατρική – la médecine alternative εναλλακτική ιατρική
- le médecin traitant θεράπων ιατρός
- la maladie ασθένεια, αρρώστια
- le malade, la malade ο άρρωστος, η άρρωστη
- le patient, la patiente ο, η ασθενής
- le confrère συνάδελφος γιατρός
- le médicament φάρμακο
- la médication φαρμακευτική αγωγή
- traiter (un malade) θεραπεύω, κουράρω / un traitement θεραπεία
- soigner (un malade) φροντίζω / un soin φροντίδα
- adresser à παραπέμπω / orienter à κατευθύνω un confrère spécialiste
- une ordonnance συνταγή
- prescrire συνταγογραφώ / la prescription d’un médicament συνταγογράφηση φαρμάκου
- une urgence επείγον περιστατικό
- consulter (un malade) συμβουλεύω, συμβουλεύομαι / donner une consultation δίνω συμβουλή
Για παράδειγμα:
- Le médecin consulte le malade, le patient. Il donne des consultations. Ο γιατρός συμβουλεύει τον άρρωστο. Δίνει συμβουλές.
- Le patient consulte le médecin. Ο ασθενής συμβουλεύεται το γιατρό.
Son travail:
Il peut exercer en ville ou à la campagne, en libéral (dans son propre cabinet médical) ou dans un hôpital. Parfois, il peut être un collaborateur externe. Souvent, il fait des visites à domicile.
- exercer en ville / à la campagne / en libéral ασκώ στην πόλη, στην επαρχία, ελεύθερα
- avoir son propre cabinet médical έχει δικό του ιατρείο
- travailler dans un hôpital εργάζομαι σε νοσοκομείο
- être un collaborateur externe είμαι εξωτερικός συνεργάτης
- faire des visites à domicile κάνω επισκέψεις κατ’οίκον
Les spécialisations:
- Chez le médecin: Μία επίσκεψη στο ιατρείο/στον γιατρό.
- un médecin généraliste: Il donne des soins médicaux généraux. Γενικός γιατρός: Δίνει γενικές ιατρικές φροντίδες.
- un ophtalmologiste: le spécialiste dans les affections des yeux. Οφθαλμίατρος: Ο ειδικός για τις παθήσεις των ματιών.
- un pédiatre: Il soigne les enfants et leurs maladies. Παιδίατρος: Φροντίζει τα παιδιά και τις ασθένειές τους.
- un radiologue: Il effectue son diagnostique à l’aide des rayons X. Ακτινολόγος: Πραγματοποιεί την διάγνωσή του με τη βοήθεια των ακτίνων Χ.
- un psychiatre: Il traite les maladies mentales. Ψυχίατρος: Θεραπεύει τις ψυχικές ασθένειες.
- un dentiste: Il donne des soins dentaires. Οδοντίατρος: Παρέχει φροντίδες για τα δόντια.
Οφθαλμιατρικά:
- réfractif, réfractive διαθλαστικός
- un trouble ανωμαλία, un problème πρόβλημα