Chez le médecin

Επίπεδα:
B1

– Bonjour madame! Qu’est-ce qui ne va pas?

– Docteur, Je ne me sens pas bien. J’ai mal partout. Je dors mal, je fais des cauchemars.

– Venez, je vais vous examiner.

Η επίσκεψη στον γιατρό συχνά μας προκαλεί άγχος, πολύ περισσότερο όταν βρισκόμαστε σε μια ξένη χώρα. Ας δούμε λοιπόν κάποια βασικά ιατρικά, στα γαλλικά για να είμαστε προετοιμασμένοι.

  • la santé η υγεία
    • être sain, saine είμαι υγιής
  • le/la malade άρρωστος
    • le patient, la patiente ο, η ασθενής
    • être malade être en forme
    • tomber malade αρρωσταίνω
  • la maladie ασθένεια
  • le médecin (praticien)– le docteur γιατρός
    • le médecin traitant θεράπων ιατρός
    • le médecin conventionné συμβεβλημένος
  • le spécialiste ειδικός
    • l’ophtalmologiste οφθαλμίατρος
    • le dentiste οδοντίατρος
    • le pédiatre παιδίατρος
    • le chirurgien χειρουργός
    • le psychiatre ψυχίατρος
  • le cabinet médical ιατρείο
  • l’hôpital (un) νοσοκομείο (public δημόσιο, privé ιδιωτικό)
  • la clinique (publique, privée)
  • la maternité μαιευτήριο
  • la consultation ιατρική επίσκεψη/συμβουλή – demander une consultation à un médecin
  • le pharmacien, la pharmacienne φαρμακοποιός

1. Les maladies communes

Οι κοινές ασθένειες:

Avoir

2. Quelques symptômes

Μερικά συμπτώματα:

  • un symptôme σύμπτωμα
  • tousser βήχω
  • la toux βήχας
    • avoir une toux sèche ξηρός
    • avoir une toux grasse/productive παραγωγικός
    • avoir des sécrétions bronchiques βρογχικές εκκρίσεις
  • être enrhumé(e) είμαι συναχωμένος
    • avoir le nez bouché έχω βουλωμένη μύτη
    • avoir le nez qui coule τρέχει η μύτη μου
    • avoir une congestion nasale ρινική συμφόρηση
  • éternuer φτερνίζομαι
    • un éternuement φτέρνισμα
  • la fièvre πυρετός
    • avoir de la fièvre
    • avoir 38 de fièvre
    • avoir une température élevée έχω υψηλή θερμοκρασία
  • le frisson ρίγος
    • avoir des frissons
  • une courbature μυικός  πόνος
    • avoir des courbatures
  • dormir mal κοιμάμαι άσχημα
    • faire des cauchemars βλέπω εφιάλτες
    • avoir des insomnies (une) έχω αϋπνίες
  • être déprimé(e), fatigué(e) είμαι μελαγχολικός, κουρασμένος
  • se sentir mal νοιώθω άσχημα
  • avoir mal (à) … πονάει
    • à la tête το κεφάλι
    • à la gorge ο λαιμός
    • partout παντού
  • la tension πίεση
    • avoir la tension basse χαμηλή
    • avoir la tension haute υψηλή
  • digérer mal χωνεύω άσχημα
  • faire une allergie κάνω αλλεργία
    • aux fraises στις φράουλες
    • au chocolat στη σοκολάτα
    • à un médicament σε κάποιο φάρμακο

3. Le docteur

  • pose des questions ρωτάει – poser
    • Qu‘est-ce que vous avez? Τι έχετε;
    • Qu‘est-ce qui se passe? Τι συμβαίνει;
    • Qu‘est-ce qui ne va pas? Τι δεν πάει καλά;
  • examine εξετάζει – examiner
  • ausculte ακροάζεται – ausculter
  • prend la tension παίρνει την πίεση – prendre
  • consulte συμβουλεύει – consulter
  • prescrit des médicaments γράφει φάρμακα – prescrire
  • écrit une ordonnance γράφει μια συνταγή – écrire

Bon rétablissement ! – Bonne convalescence !

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.