Les intempéries – Η κακοκαιρία

Επίπεδα:
B1, B2

L’annonce du bulletin météorologique

Ανακοίνωση του δελτίου καιρού:

Le pays est touché par une forte tempête hivernale, très violente.

Depuis la nuit un vent fort souffle. Il a atteint 150 km/h (kilomètres à l’heure) dans certaines régions.

À cause du mauvais temps beaucoup de foyers sont privés de lumière et d’électricité.

La tempête a provoqué aussi beaucoup de dégâts matériels. À la suite d’ne forte chute de neige il y a du verglas sur les grandes voies de circulation.

La circulation a été interrompue et les cours dans les écoles ont été suspendus.

La méteo a placé le pays en alerte orange.

  • le bulletin météorologique δελτίο καιρού
  • le tempsο καιρός
  • Le temps est Ο καιρός είναι …
    • pluvieux βροχερός 
    • orageux θυελλώδης, με καταιγίδα
    • brumeux ομιχλώδης
    • neigeux με χιόνια
    • venteux ανεμώδης
    • nuageux νεφελώδης
    • épouvantable απαίσιος
    • lourd βαρύς (έχει βαριά σύννεφα)
  • Le ciel est Ο ουρανός είναι
    • gris γκρι
    • couvert συννεφιασμένος, βαρύς Le ciel se couvre. Ο ουρανός γεμίζει σύννεφα.
    • dégagé ελεύθερος, ασυννέφιαστος Le ciel se dégage. Ο ουρανός ξανοίγει, καθαρίζει από τα σύννεφα.
  • l’orage (un) καταιγίδα
    • Un orage va éclater. Θα ξεσπάσει καταιγίδα.
  • la bourrasque, la rafale δυνατόαπότομο φύσημα του ανέμου
  • l’inondation (une) πλημμύρα
  • la tornade  l’ouragan (un) ανεμοστρόβιλος 
  • une tempête hivernale χειμερινή θύελλα, καταιγίδα
  • la chute de pluie βροχόπτωση
  • le vent άνεμος
    • fort δυνατός
    • violent βίαιος
  • la neige χιόνι
    • la chute de neige χιονόπτωση
    • Il est tombé 10 cm (centimètres) de neige cette nuit. Έπεσε 10 εκατοστά χιόνι απόψε τη νύχτα.
    • l’avalanche (une) χιονοστιβάδα
  • la gelée παγωνιά
  • le verglas πάγος
  • la boue λάσπη

Les problèmes causés par les intempéries:

  • À cause de la tempête les régions sont inondées. Εξ’αιτίας του ανεμοστρόβιλου οι περιοχές είναι πλημμυρισμένες
    • Les cultures sont détruites par les inondations. Οι καλλιέργειες καταστράφηκαν από τις πλημμύρες.
  • À cause des inondations les fleuves débordent. Εξ’αιτίας των πλημμυρών τα ποτάμια ξεχειλίζουν.
    • La boue couvre les maisons. Η λάσπη καλύπτει τα σπίτια.
  • Le vent souffle jusqu’à 150 km/h (kilomètres heure). Ο άνεμος φυσάει έως 150 χμ την ώρα.
    • Les vents forts arrachent des arbres et emportent les toitures des maisons. Οι δυνατοί άνεμοι ξεριζώνουν τα δέντρα και παίρνουν/ξηλώνουν τις στέγες των σπιτιών..
  • La foudre cause des incendies. Les forêts brûlent. Ο κεραυνός προκαλεί πυρκαγιές. Τα δάση καίγονται.
  • Des grêlons gros comme des noix ont détruit les toitures des maisons. Χαλάζι μεγάλο σαν καρύδι κατέστρεψε τις στέγες των σπιτιών.
  • Des flocons de neige tombent du ciel et les rues en sont couvertes. Νιφάδες χιονιού πέφτουν απ’ τον ουρανό και δρόμοι είναι καλυμμένοι.
    • Une avalanche bloque la rue de montagne et provoque un embouteillage. Μια χιονοστιβάδα κλείνει τον ορεινό δρόμο και προκαλεί μποτιλιάρισμα.
    • Il y a du verglas sur la route, sur l’autoroute Έχει πάγο στο δρόμο, στον αυτοκινητόδρομο.
  • Le téléphone et l’électricité sont coupés pendant plusieurs jours. Το τηλέφωνο και το ρεύμα είναι κομμένα για πολλές μέρες.

Verbes – Expressions:

  • toucher αγγίζω – être touché(e) parέχω πληγεί από …
  • provoquer / causer προκαλώ
  • souffler φυσάω
  • atteindre φτάνω, αγγίζω
  • interrompre διακόπτω – être interrompu(e) έχει διακοπεί
  • bloquer μπλοκάρω – être bloqué(e) είμαι μπολοκαρισμένος
  • arracher ξεριζώνω – être arraché(e) είμαι ξεριζωμένος
  • déborder ξεχειλίζω – être débordé(e) είμαι ξεχειλισμένος
  • brûler καίω – être brûlé(e) είμαι καμμένος
  • emporter παρασύρω être emporté(e) par … είμαι παρασυρμένος από …
  • inonder πλημμυρίζω – être inondé(e) είμαι πλημμυρισμένος
  • couvrir καλύπτω – être couvert(e) parείμαι καλυμμένος
  • priver στερώ être privé(e) de … είμαι στερημένος από
  • couper κόβω – être coupé(e) είμαι κομμένος
  • détruire καταστρέφω – être détruit(e) par … είμαι κατεστραμμένος από
  • être crevé(e) et gelé(e) κατάκοπος και ξεπαγιασμένος
    • Je suis arrivé(e) chez moi crevé(e) et gelé(e). Έφτασα σπίτι μου κατάκοπος, -η και ξεπαγιασμένος, -η.
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.