– Comment ça va aujourd’hui?
– Ça va très bien! J’ai réussi mon permis de conduire.
– Ah! Super! Tu es très heureuse alors!
– Oui, je me sens très contente! Je suis ravie de pouvoir conduire une auto maintenant! Je suis passionnée par les voitures rapides!
Τα συναισθήματα!
Καμμιά φορά, δύσκολο να τα εκφράσει κανείς ακόμη και στην μητρική του γλώσσα. Πόσο μάλλον σε μια ξένη.
Ας προσπαθήσουμε, αρχικά να δούμε πως θα τα πούμε στα γαλλικά. Και να ξεκινήσουμε από τα θετικά και στην συνέχεια με τα αρνητικά:
1. Un sentiment positif
L’adjectif | Le nom | |
---|---|---|
ravi – ravie (de) | χαρούμενος, -η | la joie χαρά |
content – contente (de) | ευχαριστημένος, -η | le contentement ικανοποίηση |
heureux – heureuse (de) | ευτυχισμένος, -η | le bonheur ευτυχία |
gai – gaie (de) | χαρούμενος, -η / εύθυμος, -η | la gaieté χαρά, ευθυμία, κέφι |
satisfait – satisfaite (de) | ικανοποιημένος, -η | la satisfaction ικανοποίηση |
enthousiasmé – enthousiasmée (par) | ενθουσιασμένος, -η | l’enthousiasme (un) ενθουσιασμός |
passionné – passionnée (par) | παθιασμένος, -η | la passion πάθος |
fou – folle de joie | τρελλός, -ή από χαρά | la joie χαρά |
ému – émue | συγκινημένος, -η | l’émotion (une) συναίσθημα |
2. Un sentiment négatif
L’adjectif | Le nom | |
---|---|---|
triste | λυπημένος | la tristesse λύπη, le chagrin θλίψη, πόνος |
mécontent – mécontente | δυσαρεστημένος | le mécontentement δυσαρέσκεια |
malheureux – malheureuse | δυστυχισμένος | le malheur δυστυχία |
déçu – déçue | απογοητευμένος | la déception απογοήτευση |
déprimé – déprimée | μελαγχολικός, καταθλιπτικός | la déprime κατάθλιψη |
inquiet – inquiète | ανήσυχος | l’inquiétude (une) ανησυχία |
angoissé – angoissée) / anxieux – anxieuse | αγχωμένος – αγχώδης | l’angoisse (une) άγχος |
stressé – stressée | στρεσαρισμένος | le stress |
paniqué – paniquée | πανικοβλημένος | la panique πανικός |
effrayé – effrayée | φοβισμένος | l’effroi (un) φόβος, τρόμος |
horrifié – horrifiée | τρομοκρατημένος | l’horreur (une) φρίκη, αηδία |
ennuyeux – ennuyeuse | βαρετός | l’ennui (un) πλήξη, βαριεστημάρα |
fatigué – fatiguée | κουρασμένος | la fatigue κούραση |
perplexe / indécis – indécise | μπερδεμένος | la perplexité μπέρδεμα |
confus – confuse | μπερδεμένος, συγχυσμένος | la confusion μπέρδεμα |
embarrassé – embarrassée / gêné – gênée | ενοχλημένος | l’embarras (un) / la gêne ενόχληση |
soucieux – soucieuse | ανήσυχος, προβληματισμένος | le souci έγνοια, ανησυχία |
troublé – troublée | ταραγμένος, αναστατωμένος | le trouble διαταραχή |
être en colère | είμαι θυμωμένος, -η | la colère θυμός |
Στη συνέχεια να δούμε πως θα τα εκφράσουμε στο γραπτό ή τον προφορικό λόγο. Γι αυτό τον σκοπό υπάρχουν δύο βασικά ρήματα: Το είμαι: ÊTRE και το αισθάνομαι: SE SENTIR
1. ÊTRE + adjectif
Για παράδειγμα:
- Aujourd’hui, je suis un peu déprimé. Σήμερα είμαι λίγο μελαγχολική.
- Elle est triste. Είναι λυπημένη.
- Tu es très heureuse, alors! Είσαι πολύ χαρούμενη, λοιπόν!
- Je suis passionnée par les voitures rapides! Είμαι παθιασμένη με τα γρήγορα αυτοκίνητα!
2. ÊTRE + adjectif + de + Infinitif
Για παράδειγμα:
- Je suis triste de quitter mon pays. Είμαι λυπημένος που εγκαταλείπω την χώρα μου.
- Je suis ravie de pouvoir conduire une auto. Είμαι χαρούμενη που μπορώ να οδηγήσω αυτοκίνητο.
- Je suis très heureuse d‘avoir mon permis de conduire. Είμαι πολύ χαρούμενη που έχω το δίπλωμα οδήγησης.
Εδώ μπορούμε να προσθέσουμε και δύο τυπικές εκφράσεις που δηλώνουν την διάθεση:
- être de bonne humeur είμαι σε καλή διάθεση
- être de mauvaise humeur είμαι σε κακή διάθεση
Για παράδειγμα:
- Il est toujours de mauvaise humeur le lundi. Είναι πάντα κακοδιάθετος τις Δευτέρες.
- Elle a réussi son examen, elle est de très bonne humeur. Πέτυχε στις εξετάσεις της, είναι σε πολύ καλή διάθεση.
3. SE SENTIR + adjectif αισθάνομαι
Για παράδειγμα:
- Tu te sens malheureux? Αισθάνεσαι δυστυχισμένος;
- Je me sens très contente! Αισθάνομαι πολύ ευχαριστημένη!
- Nous nous sentons satisfaits, le projet a réussi. Αισθανόμαστε ικανοποιημένοι, το σχέδιο πέτυχε.
SE SENTIR / Présent: je me sens, tu te sens, il/elle/on se sent – nous nous sentons, vous vous sentez, ils/elles se sentent – Passé Composé: je me suis senti(e)