Ο οφθαλμίατρος. Ο ειδικός που ασχολείται με την ανατομία, την παθολογία και την θεραπευτική των ματιών. Θα απευθυνθούμε σ’αυτόν για έναν έλεγχο ρουτίνας αλλά και για οποιοδήποτε πρόβλημα παρουσιάσουν τα μάτια μας, σ’επίπεδο όρασης ή ενόχλησης που οφείλεται σε αλλεργίες, μολύνσεις ή τραυματισμούς. Μετά την εξέταση με τα ειδικά μηχανήματα, θα μας δώσει συνταγή για γυαλιά, αν η όρασή μας παρουσιάζει πρόβλημα, ή φαρμακευτική αγωγή σε περίπτωση μολύνσεων ή παθολογιών. Συχνά, μπορεί να χρειαστεί και κάποιο χειρουργείο.
Στα γαλλικά θα τον συναντήσετε με τις παρακάτω ονομασίες:
- un ophtalmologiste / un ophtalmologiste chirurgien χειρουργός οφθαλμίατρος
- un ophtalmologue
- un oculiste
- un ophtalmo (για συντομία)
- un confrère συνάδελφος γιατρός
Ασκεί το επαγγελμά του σε διάφορους χώρους ή ως ελεύθερος επαγγελματίας.
- exercer ασκώ, εξασκώ
- un établissement χώρος, εγκατάσταση
- un cabinet ophtalmologique οφθαλμολογικό ιατρείο / exercer en libéral dans mon cabinet εξασκώ ελεύθερα στο ιατρείο μου
- un centre ophtalmologique οφθαλμολογικό κέντρο
- une clinique universitaire πανεπιστημιακή κλινική
- un hôpital universitaire πανεπιστημιακό νοσοκομείο
Τα βασικά του καθήκοντα
- une tâche καθήκον
Il / Elle
- s’occupe de l’anatomie, la pathologie et la thérapeutique de l’œil ασχολείται με την ανατομία, την παθολογία και την θεραπευτική των ματιών
- prend en charge toutes les maladies occulaires αναλαμβάνει όλες τις οφθαλμικές παθήσεις
- contrôle les yeux des patients ελέγχει τα μάτια των ασθενών
- fait une évaluation complète de la fonction visuelle κάνει πλήρη αξιολόγηση της οπτικής λειτουργίας
- évalue l’état de santé de l’œil αξιολογεί το επίπεδο υγείας του ματιού
- dépiste les troubles de la vue διαπιστώνει τις ανωμαλίες της όρασης
- consulte les patients συμβουλεύει τους ασθενείς
- délivre une ordonnance pour des lunettes de correction εκδίδει συνταγή για γυαλιά οράσεως
- traite des inflammations oculaires / les pathologies θεραπεύει φλεγμονές / παθολογίες των ματιών
- donne des gouttes ou une solution physiologique δίνει σταγόνες ή φυσιολογικό ορό
- administre des collyres antibiotiques χορηγεί αντιβιοτικά κολύρια
- utilise des appareils spéciaux χρησιμοποιεί ειδικά μηχανήματα
- assiste à des congrés et des Journées d’Ophtalmologie παίρνει μέρος σε συνέδρια και Ημερίδες Οφθαλμολογίας
- enseigne dans l’hôpital διδάσκει στο νοσοκομείο
- réalise des chirurgies réfractives κάνει διαθλαστικές επεμβάσεις / réalise des intervations chirurgicales κάνει χειρουργικές επεμβάσεις
Στα καθημερινά του καθήκοντα, στο ιατρείο, πλαισιώνεται από βοηθούς (όχι τόσο στην Ελλάδα αλλά στη Γαλλία και σε άλλες χώρες του εξωτερικού)
- une assistante βοηθός
- un orthoptiste ορθοπτικός
Για να πάρει το ιστορικό του ασθενή συνήθως ρωτάει:
Qu’est-ce qui vous amène ici, aujourd’hui? | Τι σας φέρνει εδώ σήμερα; |
Que ressentez-vous? | Τι αισθάνεστε; |
Est-ce que vous avez une gêne visuelle particulière? Est-elle fréquente? | Έχετε κάποια ιδιαίτερη ενόχληση στην όραση; Είναι συχνή; |
Depuis combien de temps votre vue a commencé à baisser? | Εδώ και πόσο καιρό η όρασή σας άρχισε να μειώνεται; |
Avez-vous un antécédent de glaucome / cataracte? | Έχετε ιστορικό γλαυκώματος; / καταρράκτη; |
Est-ce que vous avez des problèmes de santé en général? | Έχετε, γενικά, προβλήματα υγείας; |
Souffrez-vous d‘allergies? | Υποφέρετε από αλλεργίες; |
Est-ce que vous souffrez de diabète? | Υποφέρετε από / Έχετε ζάχαρο; |
Est-ce que vous souffrez d’hypertention? | Υποφέρετε από / Έχετε πίεση; |
Est-ce que vous fumez? | Καπνίζετε; |
Est-ce que vous faites des traitements médicaux? Lequels? | Κάνετε θεραπείες; Τι είδους; |
Est-ce que vous prenez des médicaments? Lesquels? | Παίρνετε φάρμακα; Ποια; |
Avez-vous pris de la cortisone récemment? | Έχετε πάρει πρόσφατα κορτιζόνη; |
Avez-vous des maux de tête? | Έχετε πονοκεφάλους; |
Est-ce que vous vous êtes fait opérer les yeux (dans le passé)? | Έχετε χειρουργηθεί στα μάτια (στο παρελθόν;) |
Portez-vous des lentilles? | Φοράτε φακούς; |
Portez-vous des lunettes de loin / de près? | Φοράτε γυαλιά για μακριά / για κοντά; |
Voyez-vous bien avec vos lunettes? | Βλέπετε καλά με τα γυαλιά σας; |
Άλλα σχετικά με τα μάτια και τις παθήσεις τους:
- Lexique opthalmologie
- Les troubles oculaires et les infections
- Les troubles réfractifs:
- La myopie Η μυωπία
- La presbytie Η πρεσβυωπία
- L’astigmatisme (un) Ο αστιγματισμός
- L’hypermétropie (une) Η υπερμετρωπία