Πως θα περιγράψουμε πρόσωπα; – Comment décrire une personne?

Επίπεδα:
B1

Il est gand et beau. Il a les cheveux bruns.

Elle est mignonne. Elle est blonde, elle a les yeux verts.

Il est ambitieux, elle est timide.

Il aime les sports, elle joue de la guitare.

Ils détestent les menteurs.

Ils veulent voyager dans le monde entier.

Συνήθως για να περιγράψουμε πρόσωπα, θ’αναφερθούμε στην εξωτερική εμφάνιση, στο χαρακτήρα, στις ασχολίες, στα γούστα τους …

Ας δούμε λοιπόν πως μπορούμε να μιλήσουμε για όλα αυτά και στα γαλλικά:

1. Le métier επάγγελμα:

Être – Travailler comme εργάζομαι σαν:

  • officier de police (un) αστυνομικός
  • médecin
  • ingénieur μηχανικός
  • pâtissier (-èreζαχαροπλάστης

1. Le portrait physique εξωτερική εμφάνιση:

Être

  • beau, belle όμορφος, -ηlaid, laide άσχημος, -η
  • mignon, mignonne χαριτωμένος, -η
  • grand, grande ψηλός, petit, petite κοντός,
    • mesurer un mètre et soixante-sept centimètres έχω ύψος
  • mince αδύνατος, -η gros, grosse χοντρός,
    • peser soixante kilos ζυγίζω
  • blond, blonde ξανθός, -ιά brun, brune καστανός/μελαχρινός,
  • jeune νέος vieux, vieille γέρος- γριά / agée, agée ηλικιωμένος,

Avoir

  • 30 ans
  • les yeux (un œil) μάτια
    • marron καστανά
    • verts πράσινα
    • bleus
  • le visage πρόσωπο
    • ovale
    • rond στρογγυλό
    • allongé μακρόστενο
  • les cheveux μαλλιά
    • longs μακριά
    • courts κοντά
    • raides ίσια
    • frisés κατσαρά
    • bien coiffés καλοχτενισμένα
  • le nez μύτη
    • droit ίσια
    • aquilin γαμψή
    • retroussé γαλλική
    • petit ≠ grand
  • la bouche στόμα
    • souriante χαμογελαστό
  • les lèvres χείλια
    • minces λεπτά
    • pulpeuses σαρκώδη
  • la voix φωνή
    • douce απαλή
    • aiguë λεπτή, οξεία
  • le crâne / la tête κεφάλι
    • rasé ξυρισμένο

2. Le portrait moral χαρακτήρας:

a. Les qualités Προτερήματα:

Être

  • organisationnel (-le) οργανωτικός, -ή
  • organisé (-e) οργανωμένος, -η
  • ordonné (-e) τακτικός, -ή
  • sympathique / agréable ευχάριστος, -η
  • habile επιδέξιος, -α
  • sociable κοινωνικός, -ή
  • responsable υπεύθυνος, -η
  • aimable αγαπητός, -ή
  • honnête τίμιος, -α
  • franc (-che) ειλικρινής
  • sentimental (-e) αισθηματικός, ή
  • débrouillard, (-e) καταφερτζής, -ού
  • ouvert (-e) ανοιχτός, -ή
  • amusant (e) διασκεδαστικός, -ή
  • travailleur (-euse) εργατικός, -ή / laborieux (-euse)
  • sérieux, sérieuse σοβαρός, -ή
  • ambitieux (-euse) φιλόδοξος -η
  • généreux (-euse) γενναιόδωρος -η
  • studieux (-euse) μελετηρός, -ή
  • communicatif (-ve) επικοινωνιακός, -ή
  • décisif (-ve) αποφασιστικός, -ή
  • créatif (-ve) δημιουργικός, -ή
  • discret, discrète διακριτικός, -ή
  • fier (-ère) περήφανος, -η

b. Les défauts Ελαττώματα:

Être

  • égoiste εγωïστής, -τρια
  • timide ντροπαλός, -ή
  • pessimiste απαισιόδοξος, -η
  • nerveux (-euse) νευρικός, -ή
  • ennuyeux (-euse) βαρετός, -ή
  • curieux (-euse) περίεργος, -η / κουτσομπόλης, -α
  • vaniteux (-euse) ματαιόδοξος, -η
  • paresseux (-euse) τεμπέλης, -α
  • coléreux (-euse) οξύθυμος, -η
  • fâcheux (-euse) κακός -ιά, ενοχλητικός -ή, απαίσιος -ια
  • étourdi (-e) αφηρημένος, -η
  • impoli (-e) αγενής
  • impatient (-e) ανυπόμονος, -η
  • bavard (-e) φλύαρος -η
  • désordonné (-e) ακατάστατος, -η
  • indécis (-ve) αναποφάσιστος,
  • menteur (-euse) ψεύτης, -τρα – le mensonge ψέμα

c. Les compétences προσόντα:

  • Avoir: έχω
    • l’esprit d’équipe ομαδικό πνεύμα
    • le sens de responsabilité αίσθημα ευθύνης
    • la capacité de résoudre des problèmes την ικανότητα να λύνω προβλήματα
    • la capacité de communiquer avec les autres την ικανότητα να επικοινωνώ με τους άλλους
  • Aimer αγαπώ / μου αρέσει
    • me lancer de nouveaux défis να βάζω καινούριους στόχους
    • prendre des initiatives να παίρνω πρωτοβουλίες
  • Maîtriser χειρίζομαι
    • des langues étrangères (être bilingue, trilingue)
    • les outils informatiques (Power point, excel, word …) εργαλεία πληροφορικής
  • Apprendre μαθαίνω
    • facilement εύκολα
    • de mes erreurs μαθαίνω από τα λάθη μου

d. Les préférences Προτιμήσεις:

  • Aimer
    • les animaux (un) ζώα
    • voyager ταξιδεύωles voyages (un)
    • surfer sur l’Internet σερφάρω στο ιντερνετ
    • lire διαβάζωla lecture το διάβασμα
    • me promener κάνω βόλτες, les promenades (une) βόλτες
    • visiter de nouveaux endroits να επισκέπτομαι καινούρια μέρη, un musée μουσείο
    • mon travail
    • les vêtements simples απλό ντύσιμο
  • Ne pas aimer / Détester
    • le mensonge ψέμα
    • le comportement impoli άσχημη συμπεριφορά
    • le mauvais temps άσχημος καιρός

e. Les hobbies (un) / Les passe-temps (un) χόμπυ:

  • Pendant son temps libre
    • faire des sports
    • jouer au tennis – aux jeux vidéo – de la guitare

f. Projets d’avenir μελλοντικά σχέδια:

  • vouloir aimer – avoir comme projet
    • voyager dans le monde entier. Θα ήθελα να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο.
    • partir à l’étranger pour élargir mes horizons professionnels. Θα ήθελα να φύγω στο εξωτερικό για να διευρύνω τους επαγγελματικούς μου ορίζοντες
    • connaître de différents modes de vie, ça m’intéresse beaucoup. Το να γνωρίζω διαφορετικούς τρόπους ζωής με ενδιαφέρει πολύ
    • travailler dans un contexte international. Θα ήθελα να εργαστώ σε διεθνές πλαίσιο.

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.