On fait des courses pour couvrir nos besoins quotidiens. Ψωνίζουμε /Κάνουμε προμήθειες για να καλύψουμε τις καθημερινές μας ανάγκες.
Il y a un grand choix de commerces. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία από καταστήματα.
Dans les grands magasins on trouve un peut de tout. Στα πολυκαταστήματα βρίσκουμε λίγο από όλα.
J’adore les vieux magasins. C’est plus agréable que les grandes surfaces. Λατρεύω τα παλιά καταστήματα. Είναι πιο ευχάριστα από τα πολυκαταστήματα.
Για ψώνια στη Γαλλία, υπάρχουν οι τοπικές αγορές της γειτονιάς, αλλά και μεγάλα μαγαζιά εκτός ή στο κέντρο των πόλεων.
- un magasin μαγαζί – un vieux magasin ένα παλιό/παραδοσιακό κατάστημα
- un grand magasin πολυκατάστημα
- un commerce εμπορικό κατάστημα
- une boutique μικρό μαγαζί
- vendre πουλώ – le vendeur, la vendeuse πωλητής, -τρια
- faire les courses ψωνίζω – les courses ψώνια
- acheter αγοράζω – un client, une cliente πελάτης, -ισσα
- acheter de quoi manger αγοράζω για φαγητό
Les types de magasins
a. Les grandes surfaces μεγάλες αλυσίδες διανομής τροφίμων – Les grands magasins / Les supermarchés Πολυκαταστήματα/σουπερμάρκετ:
- Les grandes surfaces se trouvent à l’extérieur de grandes villes, comme par exemple “Carrefour”. – à l’extérieur de εκτός
- Les grands magasins, ce sont des magasins au centre-ville comme par exemple “Les Galeries Lafayette”. – au centre-ville στο κέντρο των πόλεων
- Là, on trouve/il y a/on achète/on vend Εκεί βρίσκουμε/υπάρχουν/αγοράζουμε/πουλούν:
- des produits alimentaires (un) προïόντα διατροφής
- des produits pour la maison προïόντα για το σπίτι
- des vêtements (un) ρούχα
- de la lingerie γυναικεία εσώρουχα
- des parfums (un) αρώματα
- des meubles (un) έπιπλα
- des outils (un) εργαλεία
- des produits audio, vidéo … etc.
b. Les petits commerces μικρά εμπορικά καταστήματα:
Ce sont des magasins traditionnels qu’on trouve dans les quartiers.
- une boulangerie-pâtisserie φούρνος-ζαχαροπλαστείο – Là, il y a:
- du pain ψωμί
- des baguettes μπαγκέτες
- des viennoiseries (croissants, petits pains au chocolat … etc.) αρτοσκευάσματα
- une boucherie κρεοπωλείο – Là, on vend:
- de la viande κρέας
- une charcuterie αλλαντοπωλείο – Là, on achète:
- des saucisses (une) λουκάνικα
- des saucissons (un) σαλάμι
- du jambon
- du pâté
- une poissonnerie ιχθυοπωλείο – On y trouve:
- des poissons ψάρια
- des fruits de mer θαλασσινά.
- une fromagerie τυροκομείο – Là, on fait:
- du fromage
- une crèmerie γαλακτοπωλείο – Là, on achète:
- des œufs
- des produits laitiers γαλακτοκομικά προïόντα (du lait, du fromage, des crèmes)
- une pâtisserie-confiserie ζαχαροπλαστείο – On y vend:
- des gâteaux (un) γλυκά, τούρτες
- des tartes (une)
- des petits fours (un) βουτήματα
- une épicerie παντοπωλείο
- le marchand de fruits et de légumes μανάβης – un marchand, une marchande έμπορος – Il vend:
- des fruits φρούτα
- des légumes λαχανικά.
- une droguerie – Là, on trouve un peu de tout:
- du savon σαπούνι
- de la lessive απορρυπαντικό
- ustensiles de cuisine (un) κουζινικά σκεύη
- une papeterie – Là, on achète
- du papier χαρτί
- des articles de bureau είδη γραφείου …
- une mercerie ψιλικατζίδικο
Attention aux prépositions!!
Σε κάποια μαγαζιά μπορούμε να πάμε με “δύο τρόπους”.
Je vais … Πηγαίνω … à l’épicerie στο παντοπωλείο (δηλ. στο μαγαζί) chez l’épicier στου παντοπώλη (δηλ. σ’αυτόν που έχει το μαγαζί) à la crémerie chez le crémier, la crémière à la boucherie chez le boucher, la bouchère à la poissonnerie chez le poissonnier, la poissonière au marchand des légumes chez le marchand de légumes à la pâtisserie chez le pâtissier, la pâtissière à la boulangerie chez le boulanger, la boulangère à la fromagerie chez le fromager, la fromagère
c. Les marchés αγορές/παζάρια:
Τέλος, υπάρχουν και οι αγορές, όπως οι δικές μας “λαïκές”.
- Un marché en plein air: un marché ouvert Ανοιχτή αγορά που γίνεται μία με δύο φορές την εβδομάδα, σε κάποιους πεζόδρομους ή πλατείες και μοιάζει με τη δική μας “λαïκή”.
- Les halles: un marché couvert Στεγασμένα κτίρια, που φιλοξενούν αγορές προïόντων διατροφής, καθημερινά.
- un marché aux puces – une brocante παλιατζίδικο