Ma maison ή chez moi?
Λέγοντας “σπίτι”, στα ελληνικά εννοούμε το οικοδόμημα αλλά και τον προσωπικό χώρο, το “καταφύγιό” μας.
Στα γαλλικά, για να μιλήσουμε γενικά για την κατοικία μπορούμε να πούμε:
- une maison (σπίτι/κατοικία αλλά συχνά με την έννοια κυρίως της μονοκατοικίας)
- un logement
- une habitation
- une résidence
- la résidence secondaire δευτερεύουσα κατοικία (εξοχικό για τα Σαββατοκύριακα, ή τις καλοκαιρινές διακοπές)
- la résidence principale κύρια κατοικία
Όμως, όταν αναφέρονται στο σπίτι με την έννοια του προσωπικού, ιδιωτικού τους χώρου, χρησιμοποιούν το chez moi
H κατά λέξη μετάφραση σημαίνει: “σ’εμένα” όπου το chez είναι μια πρόθεση η οποία συνδυάζεται με τα moi, toi, lui, … για να δηλώσει το σπίτι μου/σου/του ….
Verbes
- habiter κατοικώ
- Il habite dans un appartement, près du centre ville. Κατοικεί σ’ένα διαμέρισμα, κοντά στο κέντρο της πόλης.
- J’habite ma propre maison. Κατοικώ στο δικό μου σπίτι.
- Elle a 30 (trente) ans et habite encore chez ses parents. Είναι 30 χρονών και μένει ακόμα με τους γονείς της.
- louer νοικιάζω Έχει δύο έννοιες:
- Ο ιδιοκτήτης νοικιάζει ένα διαμέρισμα στον ενοικιαστή:
- Monsieur Duval loue des appartements aux étudiants. Ο κύριος Duval νοικιάζει διαμερίσματα σε φοιτητές.
- Ο ενοικιαστής νοικιάζει ένα διαμέρισμα / ένα σπίτι:
- Je loue une belle maison, près de la mer. Νοικιάζω ένα σπίτι, κοντά στη θάλασσα.
- Ο ιδιοκτήτης νοικιάζει ένα διαμέρισμα στον ενοικιαστή:
- acheter αγοράζω
- Nous avons acheté une petite maison à la campagne. Αγοράσαμε ένα μικρό σπίτι στην εξοχή.
- vendre πουλώ
- Nous avons vendu notre appartement en ville. Πουλήσαμε το διαμέρισμά μας στην πόλη.