Γαλλοελληνικά ή Ελληνογαλλικά … ?

Επίπεδα:
Γαλλοελληνικά ή Ελληνογαλλικά … ?

Αναφέρομαι στις λέξεις που χρησιμοποιούμε στο καθημερινό μας λεξιλόγιο (κάποιες από αυτές, πολλές φορές με λίγο έως πολύ “αλλαγμένη” προφορά) τις οποίες δανειστήκαμε από τους Γάλλους.  Με τα χρόνια έγιναν κομμάτι της γλώσσας μας, σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε να ξεχνάμε τις αντίστοιχες ελληνικές, να μην τις γνωρίζουμε ή ακόμα και να μην τις έχουμε “εφεύρει”.  Πολλές φορές οι λέξεις αυτές έχουν άλλη έννοια στα Γαλλικά, ενώ για την έννοια με την οποία τις χρησιμοποιούμε εμείς οι Γαλλοι έχουν άλλες λέξεις! Προσοχή λοιπόν.

Ιδού μερικές από τις πιο γνωστές:

  • accessoire (le) το αξεσουάρ
  • ascenseur (le) ασανσέρ, ο ανελκυστήρας
  • atout (le) ατού, το προσόν
  • avantage (le) το πλεονέκτημα
  • baladeur (le) μπαλαντέρ, γνωστή φιγούρα της τράπουλας. Στα γαλλικά ωστόσο μ’αυτή τη λέξη εννοούν αυτόν που κάνει βόλτες, τον περιπλανώμενο ή το φορητό κασετοφωνάκι με ακουστικά που είχαμε παλιά: “γουόκμαν”. Τον δικό μας “μπαλαντέρ”, οι Γάλλοι τον λένε: le joker
  • baleines (les) μπανέλες για μας (Στα γαλλικά baleine σημαίνει φάλαινα αλλά και “μπανέλα”, παράφραση της λέξης, στα ελληνικά. Οι “μπαλένες”, είναι ένα είδος δοντιών που έχουν κάποια είδη φάλαινας. Τις χρησιμοποιούσαν παλιά για να φτιάχνουν ελάσματα που βάζουμε συνήθως στα γυναικεία εσώρουχα, για να τους δώσουμε σχήμα.)
  • bracelet (le) μπρασελέ (Εμείς συνήθως, το λέμε όταν αναφερόμαστε στα ρολόγια που δεν έχουν λουράκι αλλά ένα είδος αλυσίδας. Στα γαλλικά σημαίνει κόσμημα, βραχιόλι που το φοράμε στο μπράτσο, στον καρπό ή ακόμα και στον αστράγαλο.)
  • bijoux μπιζού: τα κοσμήματα
  • café au lait (le) καφές με γάλα
  • caleçon (le) το καλσόν, εμείς εννοούμε τις λεπτές γυναικείες κάλτσες ενώ στα γαλλικά σημαίνει το αντρικό μποξεράκι  αλλά και το μακρύ εσώρουχο που φορούσαν οι άντρες παλιά
  • capot (le) καπώ (του αυτοκινήτου)
  • chignon (le) σινιόν: ο χαμηλός κότσος
  • chercher la femme σερσέ λα φαμ δηλ. αναζητήσατε τη γυναίκα (σαν αιτία του κακού, κάθε φορά που συμβαίνει κάτι δυσάρεστο)
  • combinaison (la) η κομπιναιζόν, εμείς εννοούμε ένα είδος γυναικείου εσώρουχου ενώ στα γαλλικά σημαίνει ένα ολόσωμο ρούχο αλλά και συνδυασμός
  • coupe (la)  η κουπ: το κόψιμο των μαλλιών
  • coup-de-pied (le) κουτουπιέ: το πάνω μέρος του ποδιού. Χωρίς τις παύλες ανάμεσα στις λέξεις coup de pied σημαίνει κλωτσιά.
  • cravate (la) γραβάτα
  • crayon (le) κραγιόν, εμείς εννοούμε το κοκκινάδι για τα χείλια ενώ οι Γάλλοι εννοούν το μολύβι. Το “κραγιόν” στα γαλλικά είναι: le rouge à lèvres
  • croissant (le) κρουασάν
  • décapage (le) ντεκαπάζ, ο αποχρωματισμός των μαλλιών
  • deux-pièces (le) το ντεπιές (ρούχο, μαγιό που αποτελείται από δύο κομμάτια)
  • drapé ντραπέμε πτυχές (Το λέμε συνήθως όταν αναφερόμαστε στο σχέδιο που έχουν κάποια γυναικεία φορέματα ή μπλούζες)
  • enface (le)  ανφάς
  • faux-bijoux (le) φωμπιζού, το ψεύτικο κόσμημα
  • femme fatale (la) φαμ φατάλ, μοιραία γυναίκα
  • fermoir (le) φερμουάρ Για τους Γάλλους αγκράφα, κούμπωμα που κλείνει μια τσάντα ένα πορτοφόλι, ένα βραχιόλι. Το “φερμουάρ” που ξέρουμε, στα γαλλικά λέγεται: une fermeture-éclair, une fermeture à glissière / une braguette
  • garage (le) γκαράζ
  • haute coûture (la) οτκουτύρ, η υψηλή ραπτική
  • hors d’œuvre (le, les) ορντέβρ, τα ορεκτικά
  • jardinière (la) ζαρντινιέρα 
  • je m’en fous ζαμανφού, αδιαφορώ (v. se foutre: je me fous, tu te fous, il se fout, nous nous foutons, vous vous foutez, ils se foutent )
  • jupe-culotte (la) ζιπκιλότ, η φούστα-παντελόνι
  • manucure (le) μανικιούρ
  • merci μερσί (αντί για “ευχαριστώ”. )
  • mise en plies (la) μιζαμπλί, το κατσάρωμα των μαλλιών
  • nécessaire (le) απαραίτητος, -η, -ο για τους Γάλλους ή κουτί με απαραίτητα εργαλεία. Για τις Eλληνίδες  νεσσεσέρ δηλ. τσαντάκι όπου βάζουν τα απαραίτητα, καλλυντικά και μακιγιάζ. Το αντίστοιχο γαλλικό: la trousse de toilette
  • négligé (le) το νεγκλιζέ δηλ. νυχτικό ή εσώρουχο
  • papillon (le) το παπιγιόν ή παπιόν 
  • pardon (le) παρντόν ή και “μπαρδόν”, η συγγνώμη
  • porte-bagages (le) πορτμπαγκάζ (Αγαπημένο για μας του Έλληνες, όμως οι Γάλλοι το λένε: coffre (le). Με τη λέξη porte-bagages εννοούν τη μπαγκαζιέρα, αξεσουάρ του αυτοκινήτου ή της μοτοσυκλέτας για την μεταφορά πραγμάτων.
  • prêt-à-porter (le) έτοιμο ρούχο (όχι ραμμένο κατά παραγγελία)
  • profil (le) προφίλ 
  • rendez-vous (le) ραντεβού
  • reserve (la) η ρεζέρβα Για μας σημαίνει ο τροχός ανάγκης σε περίπτωση που μας σκάσει το λάστιχο. Για τους Γάλλους, όταν αναφέρονται με αυτή στο αυτοκίνητο εννοούν το απόθεμα σε καύσιμο: rouler en reserve / être en reserve d’essence έχω ελάχιστο καύσημο, πρέπει δηλ. να σταματήσω για ανεφοδιασμό.  Όσο για τη δικιά μας “ρεζέρβα” αυτοί θα πουν: un pneu de secours ελαστικό ανάγκης, une roue de secours τροχός ανάγκης
  • retiré (le) το ρετιρέ (διαμέρισμα)
  • robe de chambre (la) ρομπ ντε σαμπρ, η ρόμπα του σπιτιού
  • savoir vivre (le) σαβουάρ βιβρ
  • soirée (la) σουαρέ δηλ. μια βραδυά διασκέδασης
  • soutien (le) σουτιέν (αντί για: γυναικείος στηθόδεσμος. Στα γαλλικά σημαίνει: υποστήριξη. Για το εσώρουχο θα πούμε: le soutien-gorge.)
  • souvenir (le) σουβενίρ
  • succès (le) το σουξέ
  • tailleur (le) ταγιέρ (Και στα γαλλικά το χρησιμοποιούμε για το γυναικείο “κουστούμι” δηλ. σακάκι-φούστα αλλά και για τον ράφτη)
  • virtuose (le) βιρτουόζος
  • parole (la) / paroles η παρόλα, οι παρόλες δηλ. τα λόγια

Και η λίστα είναι μάλλον ατελείωτη. Σίγουρα, υπάρχουν και πολλές άλλες που δεν μπόρεσα  να θυμηθώ. Σκεφτείτε κι άλλες και γράψτε μου στα σχόλια!

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.