αγαπώ ή αρέσω;
Η έννοια τους είναι παρόμοια και συχνά τα χρησιμοποιούμε για να εκφράσουμε τις προτιμήσεις μας για πρόσωπα ή πράγματα. Δεν μπορούμε όμως να βάλουμε εύκολα το ένα στη θέση του άλλου. Έχει σημασία πως “φτιάχνουμε” την πρόταση.
Και να ξεκινήσουμε από …
1. τα πράγματα ή τα άψυχα γενικά.
Για να διαλέξουμε πιο ρήμα θα χρησιμοποιήσουμε, κάθε φορά, έχει σημασία που “ρίχνουμε το βάρος”: σ’αυτόν που του αρέσει κάτι ή στο αντικείμενο της αρεσκείας του.
Και πιο απλά:
J’aime les gâteaux. Μου αρέσουν τα γλυκά.
αλλά
Les gâteaux me plaisent. Τα γλυκά μου αρέσουν.
Εάν αρχίζουμε τη φράση δίνοντας έμφαση στο πρόσωπο, τότε θά χρησιμοποιήσουμε το aimer. Αν αντίθετα, δίνουμε την έμφαση σ’αυτό που μας αρέσει, τότε χρειαζόμαστε το plaire.
Για παράδειγμα:
- Elle aime les chaussures à talons. Της αρέσουν τα ψιλοτάκουνα παπούτσια. / Les chaussures à talons lui plaisent. Tα ψιλοτάκουνα παπούτσια της αρέσουν.
- Nous aimons beaucoup ces robes rouges. Μας αρέσουν πολύ αυτά τα κόκκινα φορέματα. / Ces robes rouges nous plaisent beaucoup. Αυτά τα κόκκινα φορέματα μας αρέσουν πολύ.
- Ils aiment la littérature fançaise. Τους αρέσει η γαλλική λογοτεχνία. / La littérature française leur plaît. Η γαλλική λογοτεχνία τους αρέσει.
- Tu fais toujours ce qui te plaît! Πάντα κάνεις αυτό που σου αρέσει.
Στη συνέχεια …
2. Τα πρόσωπα
Με τα πρόσωπα, η έννοια των ρημάτων αυτών αλλάζει. Δεν μας αρέσουν απλά, αλλά τα αγαπάμε, μας ελκύουν. Έχουμε μαζί τους δεσμούς τρυφερότητας, στοργής ή έρωτα.
Ωστόσω, ο τρόπος
που τα χρησιμοποιούμε παραμένει ό ίδιος (εξαρτάται από το που θέλουμε να δώσουμε την έμφαση):
Les hommes aiment les blondes. Στους άντρες αρέσουν οι ξανθές. / Les blondes plaisent aux hommes. Οι ξανθές αρέσουν στους άντρες.
Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλλον είναι προτιμότερο μόνο το ένα ή το άλλο γιατί ταιριάζει καλύτερα με το νόημα που θέλουμε να εκφράσουμε.
Για παράδειγμα:
- Les parents aiment leurs enfants et les enfants aiment leurs parents aussi. Οι γονείς αγαπούν τα παιδιά τους και τα παιδιά αγαπούν τους γονείς τους επίσης. (Ils éprouvent des sentiments de tendresse et d’affection les uns pour les autres.) (Νιώθουν αισθήματα αφοσίωσης, στοργής και τρυφερότητας οι μεν για τους δε.)
- Je t’aime. Σ’αγαπώ. (είμαι ερωτευμένος, -η μαζί σου)
- Tu me plais. (Je te trouve charmant, -e, séduisant, -e). Μου αρέσεις. (Σε βρίσκω γοητευτικό, -ή, ελκυστικό, -ή)
- Il aime Sylvie. (Sylvie, c’est son grand amour!) Αγαπά τη Συλβί. (Είναι ο μεγάλος του έρωτας)
- Philippe me plaît. (Je le trouve charmant, séduisant) Ο Φίλιππος μου αρέσει. (Τον βρίσκω γοητευτικό, ελκυστικό)
- Cette fille plaît aux hommes. Αυτό το κορίτσι αρέσει στους άντρες.
Τέλος, να θυμίσουμε ότι το ρήμα aimer, όταν πρόκειται για άψυχα, σημαίνει αρέσω, και συνοδεύεται γενικά από το οριστικό άρθρο:
- Ils aiment la littérature fançaise.
- Les hommes aiment les blondes.
ενώ μετά το plaire ακολουθεί η πρόθεση à: