Καλός. Μια από τις πιο εύχρηστες γαλλικές λέξεις που, ανάλογα με τα συμφραζόμενα, μπορεί να σημαίνει, κάθε φορά, κάτι διαφορετικό. Ας δούμε πως!
1. Μαζί με ένα ουσιαστικό: καλός , καλή
Για παράδειγμα:
- C’est un bon garçon. Είναι ένα καλό αγόρι .
- Picasso était un bon artiste. Ο Πικασό ήταν ένας καλός καλλιτέχνης.
- Elle a de bonnes notes à l’école. Έχει καλούς βαθμούς στο σχολείο.
- Il y a de bons films à la télé. Έχει καλές ταινίες στην τηλεόραση.
2. Με τα άρθρα: le, la, les (le bon / la bonne): σωστός, σωστή
Για παράδειγμα:
- C’est le bon dictionnaire pour apprendre les verbes. Είναι το σωστό λεξικό για να μάθει κανείς τα ρήματα. (le dictionnaire correct)
- Je n’ai pas la bonne adresse. Δεν έχω τη σωστή διεύθυνση. (l’adresse correcte)
3. Με ένα ρήμα
Για παράδειγμα:
- Il fait bon! Κάνει ωραίο καιρό, ο αέρας είναι ευχάριστος (ούτε ζέστη, ούτε κρύο).
- Ce gâteau, c’est bon! Αυτό το γλυκό, είναι νόστιμο! (έχει ωραία γεύση)
- Le soleil, c’est bon! Ο ήλιος, είναι καλός/ ευχάριστος ! (καλός/ ευχάριστος στις αισθήσεις)
4. Σαν έκφραση (όπου το νόημα αλλάζει ανάλογα με τον τόνο της φωνής)
Για παράδειγμα:
- Le rendez-vous est pour 8heures. – C’est bon! (c’est ok, d’accord.). Το ραντεβού είναι για τις 8. – Είναι έντάξει! / Είμαστε σύμφωνοι!
- Voulez-vous encore un peu de café? – Non, c’est bon, merci! (c’est assez) Θέλετε λίγο καφέ ακόμη; Όχι ευχαριστώ, αρκετά, φτάνει (δεν θέλω άλλο).
- Tu sais que Marie et Philippe se sont mariés? – Ah bon! Ξέρεις ότι η Μαρία και ο Φίλιππος παντρεύτηκαν; – Α ναι! (όταν θέλουμε να δείξουμε έκπληξη)
Τέλος, πολλές φορές το χρησιμοποιούμε και μόνο του όταν θέλουμε να πούμε ότι είμαστε έτοιμοι για κάτι:
- Bon, on commence? Ξεκινάμε;
- Bon, on part? Φεύγουμε;