mener, ramener, amener, emmener

Επίπεδα:
mener, ramener, amener, emmener

καταλήγω, διάγω, οδηγώ, φέρνω, συνοδεύω, μεταφέρω …

Ηχητικά, ακούγονται σχεδόν ίδια. Νοηματικά, τα πράγματα κάπως μπλέκουν. Κι αυτό, γιατί η σημασία τους μοιάζει. Πως να τα χρησιμοποιήσει κανείς; Θα προσπαθήσω να σας τα εξηγήσω μέσα από μια μικρή διήγηση:

La famille Berger habite une maison de campagne, au bout d’un chemin qui mène à la grande ville.

Le père est berger. Le couple mène une vie paisible, avec ses enfants. Chaque matin, monsieur Berger mène son troupeau dans les pâturages. Le samedi soir, après une semaine de travail dur, il dit à sa femme:

– Alors, mets ta belle robe, je t’emmène au restaurant, dîner.

– Et les enfants? dit madame Berger

Amenez les enfants chez moi! répond immédiatement la mère de monsieur Berger.

Je vais leur préparer des crêpes et on va passer une soirée agréable, près de la cheminée. Mais … ramenez votre bétail à l’étable, avant de partir. Les loups guettent.

Και ξεκινάμε με το:

 mener 

Ανάλογα με τα συμφραζόμενα θα πάρει και διαφορετική σημασία. Έτσι λοιπόν μπορεί να σημαίνει:
1. πηγαίνω 
(κάποιον ή κάτι) από ένα μέρος σ’ένα άλλο:

  • Chaque matin, monsieur Berger mène son troupeau dans les pâturages. Κάθε πρωί ο κύριος Βοσκός οδηγεί το κοπάδι του στα βοσκοτόπια. 
  • Je mène ma mère à l’aéroport. Μεταφέρω τη μητέρα μου στο αεροδρόμιο.
  • Georges mène la voiture au garage. Ο Γιώργος, πηγαίνει/βάζει το αυτοκίνητο στο γκαράζ.

2. καταλήγω: όταν συνοδεύεται από πρόθεση à:

  • La famille habite une maison de campagne au bout d’un chemin qui mène à la grande ville. Η οικογένεια κατοικεί ένα εξοχικό σπίτι, στην άκρη ενός δρόμου ο οποίος καταλήγει (οδηγεί) στη μεγάλη πόλη.

Θα γνωρίζετε και την περίφημη φράση: Tous les chemins mènent à Rome. Όλοι οι δρόμοι οδηγούν, καταλήγουν στη Ρώμη.

3. ζω, διάγω:

  • Le couple mène une vie paisible, avec ses enfants. Το ζευγάρι ζει μια ήρεμη ζωή μαζί με τα παιδιά του.
  • Ils mènent une vie mondaine. Διάγουν κοσμικό βίο.
  • À cause de la crise économique beaucoup de familles mènent une vie de dures privations. Εξ’αιτίας της οικονομικής κρίσης πολλές οικογένειες ζουν δύσκολα (με πολλές στερήσεις)

Το χρησιμοποιούμε και μεταφορικά ως: έχω σαν αποτέλεσμα, διεξάγω, οδηγώ

  • Le manque de sommeil pourrait mener à plusieurs problèmes de santé. Η έλλειψη ύπνου θα μπορούσε να οδηγήσει σε πολλά προβλήματα υγείας. (να έχει σαν αποτέλεσμα τα προβλήματα υγείας)
  • Les scientifiques mènent des recherches sur les causes du réchauffement climatique. Οι επιστήμονες διεξάγουν έρευνες για τις αιτίες υπερθέρμανσης του πλανήτη.
  • Il a mené son équipe à la victoire. Οδήγησε την ομάδα του στη νίκη.

Το

 ramener (à) έχει την έννοια της επιστροφής: φέρνω πίσω κάποιον ή κάτι εκεί, απ’όπου αρχικά το πήρα:

Mais … ramenez votre bétail à l’étable, avant de partir. Les loups guettent. Αλλά … επιστρέψτε, ξαναβάλετε πίσω στο στάβλο τα ζωντανά σας, (από όπου τα πήρατε, το πρωί, και τα πήγατε για βοσκή στα λιβάδια), πριν φύγετε. Οι λύκοι καραδοκούν.

Και περνάμε στα “ζόρικα” …

amener, emmener:

Συχνά δημιουργούν προβλήματα, γιατί η προφορά τους μοιάζει και η έννοια τους είναι σχεδόν συνώνυμη. Όμως παρηγορηθείτε, δεν είστε οι μόνοι. Δυσκολεύονται κι οι ίδιοι οι Γάλλοι που τα εφηύραν και συχνά τα χρησιμοποιούν όπως τους βολεύει. Εσείς ωστόσο μπορείτε να τα καταλάβετε, να τα χρησιμοποιείτε σωστά ακόμα και να τους διορθώνετε, άμα τύχει.

Γενικά να θυμάστε ότι τα χρησιμοποιούμε για πρόσωπα και ζώα και μόνο για πράγματα που λόγω όγκου δεν μπορούμε να μεταφέρουμε με τα χέρια, όπως τ’αυτοκίνητα για παράδειγμα.

To amener το χρησιμοποιούμε όταν ζητάμε από κάποιον να μας φέρει κάποιον ή κάτι εκεί όπου βρισκόμαστε:
  • Amenez les enfants chez moi, on va passer une soirée agréable, près de la cheminée. Φέρτε τα παιδιά σπίτι μου, θα περάσουμε μια ευχάριστη βραδιά κοντά στο τζάκι. (Θα τα πάρετε δηλ. από το σπίτι και θα τα πάτε κάπου αλλού, στο σπίτι της γιαγιάς, εκεί που θα βρίσκεται όταν θα της φέρουν τα παιδιά.)
  • Paul, viens ce soir chez moi, je fête mon anniversaire. Αmène ta sœur aussi. Παύλο έλα απόψε σπίτι μου, γιορτάζω τα γενέθλιά μου. Φέρε και την αδελφή σου μαζί. (η οποία τυχαίνει να του αρέσει και ψάχνει μια ευκαιρία να την γνωρίσει καλύτερα.)
  • Αmenez la voiture au garage pour une révision technique. Φέρτε το αυτοκίνητο στο συνεργείο για τεχνικό έλεγχο. (θα σας πει ο μηχανικός, αν αυτό έχει παρουσιάσει κάποια βλάβη.)
  • Αmenez votre chat à mon cabinet. Φέρτε τη γάτα σας στο ιατρείο μου. (θα σας πει ο κτηνίατρος, αν αυτή δεν είναι καλά.)
  • Quel bon vent vous amène? Ποιος καλός άνεμος σας φέρνει; (αν εμφανιστείτε ξαφνικά ως Φάντης Μπαστούνι.)

Μπορείτε κι αυτό να το χρησιμοποιήσετε μεταφορικά ως: προκαλώ

  • La crise économique a amené/(a provoqué) beaucoup de problèmes sociaux en Europe. Η οικονομική κρίση έφερε (δηλ. προκάλεσε) πολλά κοινωνικά προβλήματα, στην Ευρώπη.
  • Le réchauffement climatique amène des catastrophes physiques: des inondations et des incendies. Η υπερθέρμανση του πλανήτη προκαλεί φυσικές καταστροφές: πλημμύρες και πυρκαγιές.
To emmener το χρησιμοποιούμε όταν εμείς συνοδεύουμε κάποιον ή κάτι κάπου αλλού από το σημείο όπου βρισκόμαστε:
  • Alors, mets ta belle robe, je t’emmène au restaurant, dîner. Λοιπόν, βάλε το καλό σου φουστάνι, θα σε πάω/συνοδεύσω στο εστιατόριο, να δειπνήσεις. 
  • Chaque samedi, il emmène sa copine au cinéma. Κάθε Σάββατο, συνοδεύει τη φίλη του στο σινεμά.
  • Quand il fait froid, j’emmène les enfants à l’école, en voiture. Όταν κάνει κρύο πηγαίνω τα παιδιά στο σχολείο με το αυτοκίνητο.
  • J’emmène la voiture chez le garagiste pour une révision technique. Πηγαίνω το αυτοκίνητο στο μηχανικό για τεχνικό έλεγχο.
  • Elle emmène son chat chez le vétérinaire, une fois par mois. Πηγαίνει τη γάτα της στον κτηνίατρο μια φορά το μήνα
  • Ce bus vous emmène à l’aéroport. Αυτό το λεωφορείο σας μεταφέρει (πηγαίνει) στο αεροδρόμιο. 

Το mener και το emmener μπορούν εύκολα να μπουν το ένα στη θέση του άλλου όταν έχουν την έννοια του οδηγώ, πηγαίνω κάποιον, κάτι κάπου:

  • Je mène / emmène la voiture au garage.
  • Monsieur Berger mène / emmène son troupeau dans les pâturages.
  • Je mène / emmène ma mère à l’aéroport.

Τέλος, και κάτι ευχάριστο: όλα έχουν κάτι κοινό:  accent grave (è) στον Ενεστώτα σε όλα τα πρόσωπα του ενικού και στο τρίτο πληθυντικό επειδή το τελικό e δεν ακούγεται.

je mène,   tu amènes,   il/elle/on ramène,   ils/elles emmènent

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.