Mon sac a été volé!
ή
Je me suis fait voler mon sac!
Και τα δύο προτείνουν οι Γάλλοι. Κι αυτό, γιατί συχνά, στον καθημερινό λόγο, αντί για την παθητική φωνή χρησιμοποιούν το ρήμα se faire και μετά ένα απαρέμφατο infinitif.
Η χρήση αυτής της “κατασκευής” είναι εύκολη αφού το μόνο που κάνουμε είναι να κλίνουμε το ρήμα (se) faire στον χρόνο που επιθυμούμε, ανάλογα με το νόημα.
Για παράδειγμα:
a. se faire voler
Je me suis fait voler mon sac dans le métro. Μου έκλεψαν την τσάντα στο μετρό.
b. être volé
Χρησιμοποιώντας την Παθητική φωνή, θα λέγαμε:
Mon sac a été volé, dans le métro. Η τσάντα μου κλάπηκε στο μετρό.
Και οι δύο προτάσεις είναι εξ’ίσου σωστές και σημαίνουν το ίδιο πράγμα. Η διαφορά είναι ότι στην πρώτη, η έμφαση δίνεται στο πρόσωπο που έπεσε θύμα της κλοπής: Je me suis fait voler ενώ στην δεύτερη, στο πράγμα που κλάπηκε: Mon sac a été volé.
Ας δούμε ακόμα μερικά παραδείγματα όπου μπορούμε να κάνουμε το ίδιο:
- Mes parents se sont fait cambrioler. Οι γονείς μου έπεσαν θύματα διάρρηξης / La maison de mes parents a été cambriolée. Το σπίτι των γονιών μου διαρρήχθηκε.
- Il se fait apporter le courrier, tous les matins. Του φέρνουν την αλληλογραφία του, κάθε πρωί. / Son courrier est apporté par sa secrétaire, chaque matin. Η αλληλογραφία του διακομίζεται, κάθε πρωί, από τη γραμματέα του.
- Tu te feras prendre ta place dans le train, si tu ne vas pas tôt à la gare. Θα σου πάρουν τη θέση στο τρένο, αν δεν πας νωρίς στο σταθμό. / Ta place sera prise dans le train, si tu ne vas pas tôt à la gare. Η θέση σου στο τένο θα καταληφθεί, αν δεν πας νωρίς στο σταθμό.
- Je me fais couper les cheveux. Μου κόβουν τα τα μαλλιά. / Mes cheveux sont coupés par le coiffeur.
- Je me suis fait égarer mes bagages, à l’aéroport. Μου χάθηκαν οι αποσκευές στο αεροδρόμιο. / Mes bagages ont été égarés, à l’aéroport. Οι αποσκευές μου, χάθηκαν στο αεροδρόμιο.
Τέλος, να τονίσουμε ότι στο ρήμα se faire δεν κάνουμε συμφωνία της μετοχής, όταν μετά ακολουθεί απαρέμφατο.
Για παράδειγμα:
- Elle s’est fait agresser dans la rue. Της επιτέθηκαν στο δρόμο.
- Ils se sont fait tatouer. Τους έκαναν τατουάζ.
Δείτε ακόμη: