Η υπερμετρωπία ή αλλιώς η διαθλαστική ανωμαλία εξ’αιτίας ενός πολύ “κοντού ματιού” ή ενός πολύ επίπεδου κερατοειδούς χιτώνα. Δεν βλέπουμε καθαρά ούτε τα μακρινά ούτε τα κοντινά αντικείμενα και προσβάλλεται κυρίως η κοντινή όραση.
C’est un trouble réfractif à cause d’un œil trop court, avec parfois une cornée trop plate et à une longueur axiale trop courte. L’image d’un objet éloigné se forme en arrière de la rétine. On ne voit pas clairement ni les objets éloignés ni les objets proches. La vision de près est la plus touchée.
- l’hypermétrope (le, la) ο, η υπερμετρωπικός, -ή
- un œil court “κοντό” μάτι
- une cornée plate επίπεδος κερατοειδής
- une longueur axiale μήκος άξονα
- en arrière de πίσω από
- toucher αγγίζω, προσβάλλω / touché (e) προσβεβλημένος
- ni … ni ούτε … ούτε
- clairement καθαρά