J’aime les moccasins noirs dans la vitrine Μου αρέσουν τα μαύρα μοκασίνια στη βιτρίνα.
Dans ce magasin, il y a un large choix de vêtements. Σ’αυτό κατάστημα, υπάρχει μεγάλη επιλογή/ποικιλία ρούχων.
Les mannequins de vitrine portent de jolies fringues. Οι κούκλες της βιτρίνας φορούν όμορφα ρούχα.
Υπάρχουν σε μεγάλη ποικιλία ανάλογα με την περίπτωση για την οποία θα τα χρειαστούμε.
1. La tenue formelle επίσημη ενδυμασία:
- La Haute Couture Υψηλή ραπτική – une Maison de couture Οίκος μόδας
- une tenue ενδυμασία/φορεσιά
- un vêtement ρούχο
- le vêtement sur mesure το ραμμένο ρούχο
- un habit ένδυμα
- un ensemble σύνολο (από κομμάτια του ίδιουχρώματος, στυλ και υφάσματος)
- un tailleur de costumes ράφτης
- une couturière μοδίστρα
L’homme – un costume | La femme – un tailleur γυναικείο ταγιέρ |
une chemise πουκάμισο | une jupe φούστα |
une veste σακάκι | un chemisier γυναικείο πουκάμισο |
un pantalon παντελόνι | une veste σακάκι |
une cravate γραβάτα | un manteau παλτό |
un nœud papillon/pap παπιγιόν | une robe de soirée βραδινό φόρεμα / de mariée νυφικό φόρεμα |
2. La tenue décontractée ανεπίσημη ενδυμασία:
- le prêt-à-porter έτοιμο ρούχο
- les vêtements de sport
- les fringues (une) τα ρούχα στην καθημερινή γλώσσα
un T-shirt |
un pull (pullover) πουλόβερ – un chandail χοντρό, μάλλινο, πλεκτό πουλόβερ |
un sweat (shirt) φούτερ à capuche με κουκούλα |
un débardeur μπλούζα χωρίς μανίκια ή με λεπτές τιράντες |
un haut (avec/sans manches) ένα “από πάνω” (με ή χωρίς μανίκια) |
des joggings (un) αθλητικές φόρμες |
des jeans / un jean déchiré σκισμένο, délavé ξεβαμμένο, à fond cloche με καμπάνες |
un anorak αδιάβροχο |
un blouson μπουφάν – une doudoune χοντρό μπουφάν |
un short σορτσάκι |
3. Les sous-vêtements τα εσώρουχα:
Και κάποια ρούχα για μέσα στο σπίτι.
Pour l’homme: | Pour la femme: | Pour les deux: |
un boxer / un caleçon μποξεράκι | la lingerie τα γυναικεία εσώρουχα | un maillot de bain μαγιό |
un maillot de corps φανέλα | un soutien-gorge σουτιέν | une robe de chambre ρόμπα για το σπίτι |
une robe de chambre μπουρνούζι | une culotte κυλοτάκι | des pyjamas |
une camisole φανελάκι | ||
une chemise de nuit νυχτικό | ||
un peignoir ρόμπα, μπουρνούζι |
4. Les accessoires – Les bijoux:
Eπειδή μια προσεγμένη εμφάνιση συνοδεύεται πάντα από τα απαραίτητα αξεσουάρ.
Un accessoire: | Un bijou: |
une ceinture ζώνη | une boucle d’oreille σκουλαρίκι |
un cache-col κασκόλ | une bague δαχτυλίδι |
une écharpe / un foulard φουλάρι | un bracelet βραχιόλι |
des gants (un) γάντια | une chaîne αλυσίδα |
un chapeau καπέλο | un pendentif μενταγιόν, κρεμαστό κόσμημα |
un bonnet σκούφος | un collier κολιέ – un choker τσόκερ |
des collants γυναικείο καλσόν | des piercings (de nez μύτη, d’oreille αυτί) |
des bas (un) λεπτές νάιλον κάλτσες | |
une chaussette κάλτσα | |
un parapluie ομπρέλα | |
des lunettes (de soleil) γυαλιά (ηλίου) |
5. Les chaussures τα παπούτσια:
Για ένα κομψό και ολοκληρωμένο αποτέλεσμα.
les chaussures (une) à talons / à costume / de sport | παπούτσια με τακούνια / για κουστούμι / αθλητικά |
les mocassins (un) | μοκασίνια |
les baskets (une) / les tennis (un) | αθλητικά παπούτσια |
les bottes (de neige) (une) | μπότες (για χιόνια) |
les sandales (une) | σανδάλια |
les pantoufles (une) / des chaussons (un) | παντόφλες |
les tongs (une) / les claquettes (une) | σαγιονάρες |
Verbes – Expressions:
porter φορώ | Je porte un pantalon bleu. |
mettre βάζω | Elle met son pull. |
enfiler περνώ, φορώ, βάζω γρήγορα | J’enfile mon jean. |
s’habiller ντύνομαι | Il s’ahabille vite. |
se chausser βάζω τα παπούτσια μου | Je me chausse. |
être en / s’habiller en … είμαι/ντύνομαι με … | Elle est / s’habille toujours en joggings. |