J’ai un faim de loup.
Le mariage de mon ami va avoir lieu demain.
Vous avez soif d’apprendre.
J’ai chaud, je vais à la mer.
J’ai l’impression que tu es fatigué.
J’ai besoin d’acheter des chaussures.
Σ’αυτά τα ρήματα το avoir είναι η “σταθερά”, το ουσιαστικό η “μεταβλητή”, και η οποία αλλάζει το νόημα.
Κι έτσι κάποια δηλώνουν:
1. Ένα αίσθημα στέρησης:
- avoir faim πεινάω – la faim πείνα
- J’ai un faim de loup. Πεινάω σαν λύκος.
- avoir soif διψάω – la soif δίψα
- Vous avez soif d’apprendre. Διψάτε να μάθετε.
- avoir chaud ζεσταίνομαι – chaud(e) ζεστός, -ή, -ό – la chaleur ζέστη
- Quand j’ai chaud, je vais à la mer. Όταν ζεσταίνομαι, πηγαίνω στη θάλασσα.
- avoir froid κρυώνω – le froid κρύο
- “As- tu froid? Μets, alors, un gros pull“. “Κρυώνεις; Βάλε, λοιπόν, ένα χοντρό πουλόβερ”.
- avoir peur de φοβάμαι – la peur φόβος
- Elle a peur des chiens. Φοβάται τα σκυλιά.
- Elle a peur de sortir le soir. Φοβάται να βγει τη νύχτα.
- avoir envie de έχω επιθυμία για – l’envie επιθυμία, όρεξη
- J’ai envie d‘un chocolat. Έχω επιθυμία για μια σοκολάτα.
- J’ai envie de manger un chocolat.
- avoir besoin de έχω ανάγκη από – le besoin ανάγκη (δηλώνει έντονη ανάγκη για κάτι)
- Nous avons besoin de nouveaux chaussures. Έχουμε ανάγκη από καινούρια παπούτσια.
- J’ai besoin d’acheter des chaussures. Έχω ανάγκη ν’αγοράσω παπούτσια.
- avoir sommeil νυστάζω – le sommeil ύπνος
- Quand je me couche tard, j’ai toujours sommeil. Όταν κοιμάμαι αργά, πάντα νυστάζω.
2. Ένα αίσθημα πόνου: AVOIR MAL À + une partie du corps πονάω
Μετά ακολουθεί το μέρος του σώματος που πονάμε. Το à αλλάζει ανάλογα με το γένος και τον αριθμό της λέξης που ακολουθεί:
- J’ai mal Πονάει – le mal πόνος
- à la gorge ο λαιμός μου
- au pied το πόδι μου
- aux dents το δόντι μου (οι Γάλλοι βάζουν το ουσιαστικό στον πληθυντικό)
- à l’œil το μάτι μου
3. Μια εντύπωση/ιδέα:
a. AVOIR L’AIR + ADJECTIF μοιάζω/δείχνω/φαίνομαι
Δίνω μια εντύπωση αλλά δεν είμαι απαραίτητα:
- Tu as l’air malade aujourd’hui. Δείχνεις άρρωστος, σήμερα.
- ≠ Tu es malade. Είσαι άρρωστος.
- Elle a l’air timide. Μοιάζει ντροπαλή.
- ≠ Elle est timide. Είναι ντροπαλή.
- Vous avez l’air triste. Φαίνεστε λυπημένος.
- ≠ Vous êtes triste. Είστε λυπημένος.
b. AVOIR L’IMPRESSION QUE … + UNE PHRASE/UN VERBE έχω την εντύπωση ότι …
- J’ai l’impression que Έχω την εντύπωση ότι
- tu es fatigué. είσαι κουρασμένος.
- il fait froid aujourd’hui. κάνει κρύο σήμερα.
- Sylvie a des problèmes au travail. η Sylvie έχει προβλήματα στη δουλειά.
Άλλες περιπτώσεις:
1. Αυτά που ακολουθούνται από απαρέμφατο infinitif:
- avoir hâte de δεν βλέπω την ώρα να / ανυπομονώ – la hâte βιασύνη
- Il a hâte de partir en vacances. Βιάζεται να πάει διακοπές.
- avoir l’habitude de έχω την συνήθεια να – une habitude συνήθεια
- J’ai l’habitude de prendre un café chaque matin. Έχω την συνήθεια να πίνω ένα καφέ κάθε πρωί.
- avoir pour objectif de έχω στόχο/σκοπό να – un objectif στόχος/σκοπός
- J’ai pour objectif de faire le tour du monde à vélo. Έχω στόχο να κάνω το γύρο του κόσμου με ποδήλατο.
2. Αυτά που ακολουθούνται από ουσιαστικό NOM ή άλλο προσδιορισμό (τόπο, χρόνο):
- avoir lieu λαμβάνει χώρα, γίνεται (απρόσωπο ρήμα) – le lieu τόπος
- Le mariage de mon ami va avoir lieu à l’église. Ο γάμος του φίλου μου θα γίνει στην εκκλησία.
- Le concert a lieu le 14 juin. Το κονσέρτο λαμβάνει χώρα στις 14 Ιουνίου.
- avoir honte de ντρέπομαι για – la honte ντροπή
- Elle a honte de sa famille. Ντρέπεται για την οικογένειά της.
- Elle a honte de parler aux étrangers. Ντρέπεται να μιλήσει στους ξένους.