being
Verb, Noun

Μπορεί να παίξει 2 διαφορετικούς ρόλους:

  1. σαν ρήμα κι εδώ υπάρχει μια δυσκολία στην απευθείας μετάφρασή του γιατί είναι το present participle (μετοχή) του βοηθητικού ρήματος to be με χρήση present continuous. Πάντως σε κάποιες περιπτώσεις θα το μεταφράσουμε το να είσαι:
    • He is being very kindείναι πολύ ευγενικός
    • He is being tickled. That’s why he can’t stop laughing Τον γαργαλάνε. Γι’ αυτό δεν μπορεί να σταματήσει να γελάει
    • She was in a state of being lost Ήταν σε μια κατάσταση χαμένης ή Αισθανόταν σαν να ήταν χαμένη, και
  2. σαν ουσιαστικό. Εδώ τα πράγματα είναι σχετικά απλά. Μεταφράζεται συνήθως σε: ον, ύπαρξη, πλάσμα, οντότητα ή τη φύση ενός ατόμου ή πράγματος
    • Human beings are capable of great thingsΤα ανθρώπινα όντα είναι ικανά για σπουδαία πράγματα
    • The Lernaean Hydra is a mythical beingΗ Λερναία Ύδρα είναι μια μυθική ύπαρξη
    • I’ve never met an extraterrestrial beingΔεν έχω συναντήσει ποτέ ένα εξωγήινο ον
Examples:
How wonderful is a human being, when they act with true humanity
Quotes Menander
Μένανδρος
Ignorance is the parent of fear, and being completely nonplussed and confounded about the stranger, I confess I was now as much afraid of him as if it was the devil himself who had thus broken into my room at the dead of night.
Moby Dick; or The Whale
Herman Melville
Being illiterate can limit opportunities
After being criticized he retaliated with solid arguments
Being single has its advantages

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.