give
Verb, Noun
Trans. + Intrans.
Flag2_France
Français
Flag2-tiny-German
Deutsch

περιστασιακά θα το μεταφράσετε και σαν

αποδίδω, παρέχω, παραχωρώ

Σαν ουσιαστικό σημαίνει τζόγος, δηλ. η ικανότητα/δυνατότητα να μετακινούμαι λίγο, να υποχωρώ, λ.χ. για μία επιφάνεια που υπό πίεση δεν θ’ αντέξει αλλά θα υποχωρήσει. Πάντως σχετικά σπάνια χρησιμοποιείται σαν ουσιαστικό.

give up: παραδίδω, παραδίνομαι, παραιτούμαι και σταματάω π.χ. το κάπνισμα.

give in: υποχωρώ, ενδίδω λ.χ. σε μία πίεση, αλλά επίσης παραδίδω

give away: δίνω κάτι δωρεάν (σαν δώρο)

forgive: συγχωρώ.

Όπως και όλα τα ρήματα παραμένουν ανώμαλα ανεξάρτητα από το πρόθεμα που μπορεί να πάρουν: give up, gave up, given up και forgive, forgave, forgiven.

Παραδείγματα:

  • give me no lectures! (colloquial) μη μου κάνεις μαθήματα!
  • He gave her a very expensive ring for her birthday για τα γενέθλιά της της έδωσε (της πήρε/της αγόρασε) ένα ακριβό δαχτυλίδι
  • She didn’t give me her phone number δεν μου έδωσε το τηλέφωνό της
  • Despite all the torture he never gave any information to the enemy Παρά τα βασανιστήρια δεν έδωσε ποτέ καμμία πληροφορία στον εχθρό
  • I’ve given up smoking one thousand times in my life 🙂 έχω κόψει το κάπνισμα χίλιες φορές στη ζωή μου
  • Is this hinge supposed to have a slight give? Πρέπει αυτός ο μεντεσές να έχει λίγο τζόγο?
Examples:
Give me what you owe me
Christmas is a major gift-giving season in many parts of the world
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.