περιστασιακά θα το μεταφράσετε και σαν
αποδίδω, παρέχω, παραχωρώ
Σαν ουσιαστικό σημαίνει τζόγος, δηλ. η ικανότητα/δυνατότητα να μετακινούμαι λίγο, να υποχωρώ, λ.χ. για μία επιφάνεια που υπό πίεση δεν θ’ αντέξει αλλά θα υποχωρήσει. Πάντως σχετικά σπάνια χρησιμοποιείται σαν ουσιαστικό.
give up: παραδίδω, παραδίνομαι, παραιτούμαι και σταματάω π.χ. το κάπνισμα.
give in: υποχωρώ, ενδίδω λ.χ. σε μία πίεση, αλλά επίσης παραδίδω
give away: δίνω κάτι δωρεάν (σαν δώρο)
Όπως και όλα τα ρήματα παραμένουν ανώμαλα ανεξάρτητα από το πρόθεμα που μπορεί να πάρουν: give up, gave up, given up και forgive, forgave, forgiven.
Παραδείγματα:
- give me no lectures! (colloquial) μη μου κάνεις μαθήματα!
- He gave her a very expensive ring for her birthday για τα γενέθλιά της της έδωσε (της πήρε/της αγόρασε) ένα ακριβό δαχτυλίδι
- She didn’t give me her phone number δεν μου έδωσε το τηλέφωνό της
- Despite all the torture he never gave any information to the enemy Παρά τα βασανιστήρια δεν έδωσε ποτέ καμμία πληροφορία στον εχθρό
- I’ve given up smoking one thousand times in my life 🙂 έχω κόψει το κάπνισμα χίλιες φορές στη ζωή μου
- Is this hinge supposed to have a slight give? Πρέπει αυτός ο μεντεσές να έχει λίγο τζόγο?