διακόπτης, αλλαγή, αλλάζω, ανταλλαγή, ανταλλάσσω, ανοίγω ή κλείνω τον διακόπτη ή ένα κουμπί
κατά προτίμηση για μηχανισμό που παίρνει μία από δύο δυνατές θέσεις.
Σαν ρήμα είναι ομαλό: switch, switched, switched.
switch on the lights
switch off the lights