switch
Verb, Noun
Trans. + Intrans.
Flag2_France
Français
Flag2-tiny-German
Deutsch

διακόπτης, αλλαγή, αλλάζω, ανταλλαγή, ανταλλάσσω, ανοίγω ή κλείνω τον διακόπτη ή ένα κουμπί

κατά προτίμηση για μηχανισμό που παίρνει μία από δύο δυνατές θέσεις.

Σαν ρήμα είναι ομαλό: switch, switched, switched.

switch on the lights

switch off the lights

Examples:
She flipped the switch to turn on the lights in the room
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.