let
Verb, Noun
Trans. + Intrans.

επιτρέπω να … , αφήνω να … λ.χ. κάποιον να κάνει κάτι

Ουσιαστικό έχει μόνο η έννοια: ενοικίαση, περίοδος ή συμφωνία ενοικίασης.

Παραδείγματα:

  • Let it snow ας χιονίσει (γνωστό Χριστουγεννιάτικο τραγουδάκι)
  • Let it be ας είναι/άσ’το να υπάρχει (γνωστό τραγούδι των Beatles)
  • Live and Let Die γνωστή ταινία James Bond με τον Roger Moore. Βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Ian Fleming και με μουσικό θέμα το ομώνυμο τραγούδι που έγραψε για την ταινία ο Paul McCartney Ζήσε κι άσε (τους άλλους) να πεθάνουν
  • Rooms to let δωμάτια για ένοικίαση
  • I’ll let you know about the results of the test. Θα σε ενημερώσω για τα αποτελέσματα του τεστ.
  • I’ll never let you down ποτέ δεν θα σ’απογοητεύσω/δεν θα σ’εγκαταλείψω/δεν θα σε προδώσω
  • Do you know what you look like? He let his head sink suddenly down and forward, hunching his shoulders and dropping his underjaw. James Joyce – Ulysses Ξέρεις με τι μοιάζεις? Άφησε ξαφνικά το κεφάλι του να βυθιστεί προς τα μπρος, σηκώνοντας τους ώμους του κι ανοίγοντας το στόμα του (ελεύθ. μετάφραση).
  • The earth of the dugout was warm and dry and I let my shoulders back against the wall, sitting on the small of my back, and relaxed. Ernest Hemingway – A Farewell To Arms Το χώμα στο όρυγμα ήταν ζεστό και ακουμπώντας μέση και ώμους σ’αυτό (το χώμα) χαλάρωσα (ελεύθ. μετάφραση)
  • And then let’s let it start and have lunch. Ernest Hemingway – Garden of Eden Και μετά ας τ’αφήσουμε ν’αρχίσει και ας πάμε για φαγητό.
Examples:
Let's go
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.